ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκέλιασμα (ουσ. ουδ.) σκέλιασμα [ˈsceʎazma] Τελμ. Από το θ. σκελιασ- ρ. σκελιάζω (απαντά διαλεκτικώς) με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Υπερπήδηση : || Ασμ. Ασό να ειπώ να μ’ εύχεσθε, εννιά βουνιά διέβην
Ήτον ένα μακρό βουνί, σκέλιασμα δεν το ποίκα
( Mέχρι να πω ευχηθείτε μου, πέρασα εννιά βουνά
ήταν ένα ψηλό βουνό, δεν το πέρασα)
Τελμ. -Lag.