σκέλιασμα
(ουσ. ουδ.)
σκέλιασμα
[ˈsceʎazma]
Τελμ.
Από το θ. σκελιασ- ρ. σκελιάζω (απαντά διαλεκτικώς) με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Υπερπήδηση
:
|| Ασμ.
Ασό να ειπώ να μ’ εύχεσθε, εννιά βουνιά διέβην
Ήτον ένα μακρό βουνί, σκέλιασμα δεν το ποίκα ( Mέχρι να πω ευχηθείτε μου, πέρασα εννιά βουνά
ήταν ένα ψηλό βουνό, δεν το πέρασα) Τελμ. -Lag.
Ήτον ένα μακρό βουνί, σκέλιασμα δεν το ποίκα ( Mέχρι να πω ευχηθείτε μου, πέρασα εννιά βουνά
ήταν ένα ψηλό βουνό, δεν το πέρασα) Τελμ. -Lag.