ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκεπαστής (ουσ. αρσ.) σκεπαστής [scepaˈstis] Μαλακ. Μεταγν. ουσ. σκεπαστής = προστάτης, πβ. ΠΔ Ἔξ. 15.2.1 «βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό».
Αυτός που σκεπάζει μιά υπόθεση, την συγκαλύπτει Μαλακ. : || Φρ. Βλογιστός και σκεπαστής (βοηθός και προστάτης˙ για τη συγκάλυψη υπόθεσης) Μαλακ. -Τζιούτζ.