σκευάζω
(ρ.)
στσ̑ευάζω
[stʃeˈvazo]
Φάρασ.
Παρατατ.
στσ̑ευάσκα
[stʃeˈvaska]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. σκευάζω = χορηγώ, παρέχω, προμηθεύω, στολίζω.
1. Στολίζω
2. Φιλεύω, χαρίζω
:
Η πεθερά στσ̑ευάσκεν ντα το γαμbρό
(Η πεθερά τον φίλεψε τον γαμπρό)
Φάρασ.
-Ανδρ.