ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκεπάρι (ουσ.) σκεπάρι [sceˈpari] Φκόσ. σκεπάρ' [sceˈpar] Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ. σ̑κεπάρ' [ʃceˈpar] Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. ασ̑κεπάρ' [aʃceˈpar] Αξ. σ̑οπάρι [ʃoˈpari] Τσουχούρ. Από το μεσν. ουσ. σκεπάριν το οπ. από το μεταγν. σκεπάρνιον, υποκορ. του σκέπαρνος ή σκέπαρνον.
Σκεπάρνι ό.π.τ. : Τσάπιζαν τα με το σκεπάρ’ (Τα σκάλιζαν με το σκεπάρνι) Ανακ. -Κωστ.Α. Tσάχτα δου μι ντου σκεπάρ' (Κάρφωσ' το με το σκεπάρνι) Μισθ. -Κοτσαν. Πήριν λέ' ένα σκεπάρ', πήι σου ντιαρά, έκουψι ένα τσιαλουϊού ντάλ (Πήρε λέει ένα σκεπάρνι, πήγε στη ρεματιά, έκοψε ένα κλαδί δέντρου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τσάκου δου δου κιριάς μι 'ου σκεπάρ', μετά μι δου γκώλου τ', μι δου σκεπαριού δου γκώλου (Κομμάτιασε το κρέας με το σκεπάρνι, μετά με τον κώλο του, με του σκεπαρνιού τον κώλο (ενν. για να φτιάξεις κιμά)) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ