σκεύω
(ρ.)
σκεύω
[ˈscevo]
Ουλαγ.
σ̑κεύω
[ˈʃcevo]
Ουλαγ.
σκέω
[ˈsceo]
Ουλαγ.
Παρατατ.
σ̑κεύισ̑γκα
[ˈʃceviʃga]
Ουλαγ.
σ̑κέισ̑γκα
[ˈʃceiʃga]
Ουλαγ.
σκέισ̑κα
[ˈsceiʃka]
Ουλαγ.
Ίσως να σχετίζεται με το αρχ. ρ. σκευάζω = (προ)ετοιμάζω. Για την φρ. σκεύω ιταάτ' πβ. το τουρκ. itaat etmek.
Κάνω
:
Κόφτει 'να τέλ' απ' το σκέϊσ̑κε άνομος χ̇iζμεκεριού τ' ντα μαλλιά
(Κόβει μιά τρίχα απ' τα μαλλιά της υπηρέτριας του που του έκανε αέρα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Φρ.
Σκεύω ιταάτ'
(Κάνω υπακοή˙ Υπακούω)
Ουλαγ.
-Κεσ.