ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκεύω (ρ.) σκεύω [ˈscevo] Ουλαγ. σ̑κεύω [ˈʃcevo] Ουλαγ. σκέω [ˈsceo] Ουλαγ. Παρατατ. σ̑κεύισ̑γκα [ˈʃceviʃga] Ουλαγ. σ̑κέισ̑γκα [ˈʃceiʃga] Ουλαγ. σκέισ̑κα [ˈsceiʃka] Ουλαγ. Ίσως να σχετίζεται με το αρχ. ρ. σκευάζω = (προ)ετοιμάζω. Για την φρ. σκεύω ιταάτ' πβ. το τουρκ. itaat etmek.
Κάνω : Κόφτει 'να τέλ' απ' το σκέϊσ̑κε άνομος χ̇iζμεκεριού τ' ντα μαλλιά (Κόβει μιά τρίχα απ' τα μαλλιά της υπηρέτριας του που του έκανε αέρα) Ουλαγ. -Κεσ. || Φρ. Σκεύω ιταάτ' (Κάνω υπακοή˙ Υπακούω) Ουλαγ. -Κεσ.