σκολείο
(ουσ.)
σκολείο
[skoˈlio]
Ανακ.
σκολειό
[skoˈʎo]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
σκόλει-ο
[ˈskolio]
Φάρασ.
σκόλειο
[ˈskoʎo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
ισκόλειον
[iˈskoʎon]
Ουλαγ.
ισκόλειο
[iˈskoʎo]
Ουλαγ.
Αρσ.
σκόλειος
[ˈskoʎo]
Αξ.
Θηλ.
σκόλεια
[ˈskoʎa]
Μισθ.
Πληθ.
σκολειούς
[skoʹʎus]
Σίλατ.
σκόλειουσγια
[ˈskoʎuzʝa]
Τροχ.
Από το μεταγν. ουσ. σχολεῖον. Ο τύπ. σχολειό (με συνίζ.) νεότ. Ο τύπ. σκολείο από την λόγ. παράδ. Ο τύπ. αρσ. σκόλειος από μεταπλ. με βάση την αιτ. σκόλειο.
1. Σχολείο, εκπαιδευτικό ίδρυμα που έχει ως σκοπό την μόρφωση και την αγωγή κατά κανόνα των παιδιών και των εφήβων
ό.π.τ.
:
Ατός, παλί, έμαθεν μο τον μακαρισμένον τον Παΐσιο, σου 'νοίγιν σην Τζ̑ισάρα σα 1792 στον ιερομόναχον Γερμανό το πρωτινόν το ρωμα̈́κον το σκόλει-ο
(Αυτός, λοιπόν, έμαθε (γράμματα) με τον μακαριστό τον Παΐσιο στο πρώτο ρωμέικο σχολείο που άνοιξε ο ιερομόναχος Γερμανός στην Καισάρεια το 1792)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Σκόλεια ντε πήα τσ̑αού, πουλί μου
(Σχολείο δεν πήγα εδώ (στην Ελλάδα μετά την Ανταλλαγή), πουλί μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Με το κορίτσ̑' 'ντάμα γιολ-λάτ'σεν τα σο σκόλειο
(Μαζί με το κορίτσι τα έστειλε στο σχολείο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Απ' τα μικρά μας τα χρόνια γκιαλαdζεύουμ' απ' σκόλεια μισ̑ώτικα
(Aπό τα παιδικά μας χρόνια μιλάμε από σχολική ηλικία μιστιώτικα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ένα ένα μέρα σκόλεια, ένα μέρα σα πρόγαδα, τσ̑' ένα μέρα σου κόμμα, τι γράμμα'α
(Μια μέρα στο σχολείο, μιά μέρα στα πρόβατα, μιά μέρα στο χωράφι, τι γράμματα, ενν. να μάθω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σκόλεια μπαίνιξις;
(Πήγες σχολείο;)
Μισθ.
-VLACH
Χαπάντ'σαν και τα σκόλειουσγια για να 'πομνούν χωρίς γράμματα Ρωμιών τα φσ̑άχα
(Έκλεισαν και τα σχολεία για να απομείνουν αγράμματα τα παιδιά των Ελλήνων)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Φρ.
Σκολειού τέκνος
(σχολείου παιδί˙ μαθητής)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σκόλειας κ'λάτσ'
(Σχολείου παιδί˙ μαθητής)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σκόλορειου το φσ̑αχ'
(σχολείου το παιδί˙ μαθητής)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
β.
Ανώτερη σχολή
Αξ., Φάρασ.
:
Παράδε μα έχουμ' ν'τα μπάσουμε σου χεκιμίουν το σκόλειο
(Δεν έχουμε λεφτά να τον βάλουμε στην σχολή των ιατρών
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ετό από σκόλειος έχ’ χαbάρ’
(Αυτός ξέρει από πανεπιστήμιο
)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
γ.
Το κτίριο που στεγάζει το παραπάνω ίδρυμα
ό.π.τ.
:
Τα φσ̑άχα ήρτανε ασ' σο σκόλειο
(Τα παιδιά ήρθανε από το σχολείο
)
Φλογ.
-Dawk.
Ιτό το παιγί παίνισ̑γκε έροτον ντ' ισκόλειον
(Το παιδί πήγαινε κι ερχόταν από το σχολείο
)
Ουλαγ.
-Dawk.
Όμορφο κειόσον σκόλειο μας, τύρα τ ’ με τάρια μέγα
(Όμορφο ήταν το σχολείο μας, η πόρτα του με μεγάλες πέτρες
)
Αξ.
-Παυλίδ.
Σα σκολειούς τα μοίραζαμ', για τα ψ̑υχά
(Στα σχολεία τις μοιράζαμε (ενν. τις πίτες τα Χριστούγεννα), για τις ψυχές των νεκρών
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Ξέβ'κασ̑' οπ' του σκολειό
(Βγήκαν από το σχολείο
˙
Σχόλασε το σχολείο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Η εκπαίδευση που παρέχεται στο παραπάνω ίδρυμα
:
Πότε ήταμαι μικρό, πήα σο σκολειό
(Όταν ήμουν μικρή, πήγα στο σχολείο)
Ανακ.
-Cost.
Στο σκόλειο μη πας
(Δεν θα πας στο σχολείο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έρκεdα σκόλεια ντέ να πάου, γιαΐ τσείμι αστενάρ'
(Αύριο δεν θα πάω στο σχολείο, επειδή είμαι άρρωστος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιού σου σκόλειο ντε μπήα
(Eγώ δεν πήγα σχολείο)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Γούλτσησιν ντα σκολειόν ντου
(Τέλειωσε το σχολείο του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σκόλεια πού πήγιν;
(Σχολείο που πήγε;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
σκόλειας μέρα
(εκπαίδευσης μέρα˙ Η μέρα που τιμώταν η Εκπαίδευση, η γιορτή των Τριών Ιεραρχών στο Μιστί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.