σκλάντζη
(ουσ. θηλ.)
σκλάντζη
[ˈsklandzi]
Σίλ.
Πιθ. από το αρχ. ουσ. σκωλήκιον με την μεταγν. σημ. ‘είδος αράχνης’. Για τον τύπ. βλ. λ. σκωλέκι, όπου και τύπ. σκουλούτσι.
1. Αράχνη
:
Σε χαλάσου τση γιούβα τζης τσης σκλάντζης
(Θα χαλάσω τη φωλιά της αράχνης)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γαλέ, μούντζα, ορουμτσέκι, τσιλιγάδι
2. Συνεκδοχ., ιστός αράχνης