ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκλάντζη (ουσ. θηλ.) σκλάντζη [ˈsklandzi] Σίλ. Πιθ. από το αρχ. ουσ. σκωλήκιον με την μεταγν. σημ. ‘είδος αράχνης’. Για τον τύπ. βλ. λ. σκωλέκι, όπου και τύπ. σκουλούτσι.
1. Αράχνη : Σε χαλάσου τση γιούβα τζης τσης σκλάντζης (Θα χαλάσω τη φωλιά της αράχνης) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. γαλέ, μούντζα, ορουμτσέκι, τσιλιγάδι
2. Συνεκδοχ., ιστός αράχνης