σκορδοκόπανος
(ουσ. αρσ.)
σκορτοκόπανο
[skortoˈkopano]
Φλογ.
Μεσν. ουσ. σκορδοκόπανος (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από τα ουσ. σκόρδο, όπου και τύπ. σκόρτο, και κόπανος.