σκοτεινία
(ουσ. θηλ.)
σκοτεινία
[skotiˈnia]
Φάρασ.
σκοτεινιά
[skotiˈɲa]
Φερτάκ.
σκοτ'νιάς
[skotˈɲas]
Μαλακ.
κοτσεινιάς
[kotsiˈɲas]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. σκοτεινία, από το αρχ. επίθ. σκοτεινός και το παραγωγ. επίθμ. -ία. Η λ. στον Βάιγ. Ο τύπ. αρσ./ουδ. σκοτεινιός με αλλαγή γέν., πιθ. αναλογ.-αντιθετικά προς το φως.
Σκοτάδι
ό.π.τ.
:
Βράδυνε, στη σκοτεινία τζ̑ο πόρκαμ' νά 'βρωμε του χωρίου τη στράτα
(Νύχτωσε, στο σκοτάδι δεν μπορούσαμε να βρούμε τον δρόμο του χωριού)
Φάρασ.
-Αρχέλ.
Εγώ φοβούμαι ες τη σκοτεινία, όξου τζ̑ο βγαίνω
(Εγώ φοβάμαι στο σκοτάδι, έξω δε βγαίνω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.