ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκοτιάζω (ρ.) σκοτιάζω [skoˈtçazo] Αξ. Αόρ. γ' Γεν. σκοτιάνεν [skotˈçanen] Αξ. Από το ουσ. σκοτία και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Πβ. αρχ. σκοτίζω.
Απροσ., σκοτεινιάζει : Σκοτιάνεν. Ήρτεν. Ξέβεν όξω (σκοτείνιασε. Ήρθε. Βγήκε έξω) Αξ. -Dawk. 'φόν εσκοτιάνεν, τοπλάντσαν γκαι ντιαβόλ', γκελετζεύ'νε (Όταν σκοτείνιασε, μαζεύτηκαν και οι διάβολοι, συνομιλούν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.