ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκουρά (ουσ. ουδ.) σκουρά [skuˈra] Τελμ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. üsküre (< περσ. uskara) = πήλινο μπολ, βαθύ πιάτο.
Κύλιξ, ποτήρι Τελμ. : Και το σκουρά σο χέρι του σο γαίμα συγκελίσθη (και το ποτήρι στο χέρι του πλημμύρισε στο αίμα) Τελμ. -Lag.