σκουρά
(ουσ. ουδ.)
σκουρά
[skuˈra]
Τελμ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. üsküre (< περσ. uskara) = πήλινο μπολ, βαθύ πιάτο.
Κύλιξ, ποτήρι
Τελμ.
:
Και το σκουρά σο χέρι του σο γαίμα συγκελίσθη
(και το ποτήρι στο χέρι του πλημμύρισε στο αίμα)
Τελμ.
-Lag.