σκοτωμός
(ουσ.)
σκοτωμός
[skotoˈmos]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. σκοτωμός, το οπ. από το ρ. σκοτώνω (βλ. λ.) και παραγωγ. επίθμ. -μός.
1. Σκοτωμός
Γούρδ.
2. Άπειρο πλήθος
Γούρδ.