σκουτελικό
(ουσ. ουδ.)
σκετελικό
[sceˈteliko]
Ανακ.
Από το ουσ. σκουτέλι και το παραγωγ. επίθμ. -ικός. Πβ. ασημικό, χρυσαφικό κ.τ.ό.
Δώρο προσφερόμενο ιδίως στον δάσκαλο