ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκουτελικό (ουσ. ουδ.) σκετελικό [sceˈteliko] Ανακ. Πληθ. στελικά [steliˈka] Σινασσ. Από το ουσ. σκουτέλι και το παραγωγ. επίθμ. -ικός. Πβ. ασημικό, χρυσαφικό κ.τ.ό. Ο τύπ. στελικά πιθ. με παρετυμ. επίδρ. του ρ. στέλλω.
1. Δώρο προσφερόμενο ιδίως στον δάσκαλο Ανακ. Πβ. αρμαγάς
2. Δώρα Σινασσ. Συνών. δώρο, πεσκέσι
Τροποποιήθηκε: 14/10/2025