σκουτελικό
(ουσ. ουδ.)
σκετελικό
[sceˈteliko]
Ανακ.
Πληθ.
στελικά
[steliˈka]
Σινασσ.
Από το ουσ. σκουτέλι και το παραγωγ. επίθμ. -ικός. Πβ. ασημικό, χρυσαφικό κ.τ.ό. Ο τύπ. στελικά πιθ. με παρετυμ. επίδρ. του ρ. στέλλω.
Τροποποιήθηκε: 14/10/2025