ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκυλεύω (ρ.) σ̑κυλεύω [ʃciˈlevo] Μαλακ. σ̑κυλιεύω [ʃciˈʎevo] Αραβαν. γ' Εν. σκυλεύ [sci'lev] Γούρδ. Από το ουσ. σκυλί όπου και τύπ. σ̑κυλί με παραγωγ. επίθμ. -εύω. Δεν σχετίζεται με το αρχ. ρ. σκυλεύω.
1. Θυμώνω πολύ, σκυλιάζω Αραβαν., Γούρδ.
2. Γερνάω σαν σκύλος Μαλακ.