σκωλεκιαριάζω
(ρ.)
σκωλεκιαριάζω
[skolecaˈrʝazo]
Αξ.
Από το επίθ. σκωλεκιάρης και παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Σκουληκιάζω
Αξ.