σκυλάπιστος
(επίθ.)
σ̑κυλόπιστο
[ʃciʹlopisto]
Φλογ.
Θηλ.
σκυλάπιστη
[sciˈlapisti]
Σινασσ.
Από το ουσ. σκύλος και το επίθετο άπιστος.
Υβριστικός χαρακτηρισμός για μουσουλμάνο
ό.π.τ.
:
Μαγαρισμένο σ̑κυλόπιστο!
(Μιασμένε άπιστε· ύβρις)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361