ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκωλέκι (ουσ. ουδ.) σκωλέκι [sko'leci] Δίλ., Μισθ. σκωλέκ' [skοˈlek] Ανακ., Αξ., Ποτάμ. σκωλέτσ̑ι [skοˈletʃi] Φάρασ. σκωλέτσ̑' [skοˈletʃ] Μισθ. σκωλήκ' [skοˈlik] Γούρδ. σκουλήκ' [sku'lik] Αραβαν. σ̑κιωλότσ̑' [ʃco'lotʃ] Μισθ. σκουλούτσι [sku'lutsi] Σίλ. σκουλούτσ̑' [sku'lutʃ] Μισθ. σκωλόκ' [skoˈlok] Δίλ. Αρσ. σκωλέκος o [skoˈlekos] Φλογ. σκωλόκους [skοˈlokus] Μαλακ. Πληθ. σκωλέτσ̑α [skοˈletʃa] Τσουχούρ. σκωλόκια [sko'loca] Μαλακ. σ̑κιωλότσ̑ια [ʃco'lotʃça] Μισθ. σκουλούτσ̑α [sku'lutʃa] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. σκουλήκι, το οπ. από το αρχ. σκωλήκιον (υποκορ. του αρχ. σκώληξ) με τροπή [o] > [u] λόγω του παρακείμενου υπερωικού [k]. Ο τύπ. σκωλόκους με προχωρητική αφομ. [ο-e] > [ο-o]. Οι τύπ. σκουλούτσι και σκουλούτσ̑' από νεότ. τύπ. σκουλούκι, με αφομ. Η σημ. 2 νεότ.
1. Σκουλήκι ό.π.τ. : Καπάκωσα το λαγήν' για να μη πες απέσω τ' σκωλήκ' (Καπάκωσα τη λαγήνα για να μην πέσει σκουλήκι) Γούρδ. -Καράμπ. Εφαέν ντα σκουλούτσ̑' τα ντόντζα τ' (Έφαγε σκουλήκι τα δόντια του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έφαγαν ντου ντα σ̑κιολότσ̑ια (Τον έφαγαν τα σκουλήκια) Μισθ. -Κοτσαν. Τ' κουπουριάς το σκωλέκ' (Γυμνοσάλιαγκας που ζει στις κοπριές) Αξ. -Μαυροχ. Σκωλετσα̈́σινι, τα σκωλέτσ̑α τσιπ έβκανι ση χαραή (Σκουλήκιασε (ενν. ο τραχανάς), τα σκουλήκια όλα βγήκανε στη επιφάνεια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Σάλιψι ντου σκιολότσ̑' (Σάλεψε το σκουλήκι˙ Μπήκε στην εφηβεία και άρχισε να έχει σεξουαλικές ορμές) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Κάμπια Μισθ.
3. Ψείρα Αξ. : Έφαγαν ντο τα σκωλέκια (Τον φάγανε οι ψείρες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αφεντοφάγετο :2, φτείρα