αφεντοφάγετο
(ουσ. ουδ.)
αφενdοφάγετο
[afendoˈfaʝetο]
Αξ., Φλογ.
αφενdοφάιτο
[afendoˈfaito]
Σινασσ.
Από το ουσ. αυθέντης, όπου και τύπ. αφέντης, και το θ. φαγη- > φαγε- με παραγωγ. επίθμ. -τος.
1. Αυτός που τρώει τον αφέντη του
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ετά το αφενdοφάγετο κώλα το, ας πάγ' 'ς̑ κόλασ̑η
(Αυτό, ενν. το ζώο, που να θέλει να φάει τον αφέντη του, διώξε το, να πάει στην κόλαση˙ ως ύβρη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αφενdοφάγετο κι αφενdοκλαίγετο
(Είθε να φας τον αφέντη σου και να τον κλαις˙ αρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πβ.
αφεντοφόνος