άφεριμ
(επιφ.)
άφεριμ
[ˈaferim]
Φάρασ., Φλογ.
έφεριμ
[ˈeferim]
Φάρασ.
Από το νεότ. επιφών. ἀφερίμ, το όπ. από το τουρκ. aferim = εύγε, όπου και διαλεκτ. τύπ. eferim.