ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφάκι (ουσ. ουδ.) αφάκι [aˈfaci] Σινασσ. αφάκ' [aˈfac] Αξ. αφάτσ̑ι [aˈfatʃi] Φάρασ. αφάτσ̑' [aˈfatʃ] Μισθ. Θηλ. αφάτσ̑α [aˈfatʃa] Φάρασ. Πληθ. αφάτσ̑ις [aˈfatʃis] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. ἀφάκη = το φυτό βίκος (Vicea angustifolia), με αλλαγή γέν.
Είδος μαλακού άγριου τριφυλλιού που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή ό.π.τ. Πβ. γιοντσάς :1, τριφύλλι