αφάκι
(ουσ. ουδ.)
αφάκι
[aˈfaci]
Σινασσ.
αφάκ'
[aˈfac]
Αξ.
αφάτσ̑ι
[aˈfatʃi]
Φάρασ.
αφάτσ̑'
[aˈfatʃ]
Μισθ.
Θηλ.
αφάτσ̑α
[aˈfatʃa]
Φάρασ.
Πληθ.
αφάτσ̑ις
[aˈfatʃis]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. ἀφάκη = το φυτό βίκος (Vicea angustifolia), με αλλαγή γέν.