ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφαλός (ουσ. αρσ.) οφαλό [ofaˈlo] Ανακ. αφός [aˈfos] Αφσάρ., Φάρασ. νοφαλός [nofaˈlos] Σινασσ. ναφαλός [nafaˈlos] Σινασσ. νεφαλός [nefaˈlos] Αραβαν. νεφαλό [nefaˈlo] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ. νιφαλός [nifaˈlos] Σίλ., Φλογ. νιφαλό [nifaˈlo] Αξ., Μισθ., Τσαρικ. νέφαλος [ˈnefalos] Σίλ. νέφαλ' [ˈnefal] νιαφαλός [ɲafaˈlos] Σίλ. Πληθ. νιφαλόγια [nifaˈloʝa] Αξ. Από το αρχ. ουσ. ὀμφαλός. Ο τύπ. οφαλό από μεσν. τύπ. ὀφαλός (βλ. Λεξ. Κριαρ., LBG). Ο τύπ. αφός από το αφαλός (πβ. μεσν. ἀφάλι) με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l], αφαός > αφός, βλ. Ανδριώτης (1948: 30). Όλοι οι τύποι με αρκτ. [n] από συνεκφορά με την αιτ. αρσ. άρθρ. τον, βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ, Β΄411.
Αφαλός ό.π.τ. : Άμα πέφτισ̑κεν το νεφαλό (Όταν έπεφτε (του μωρού) ο αφαλός) Ανακ. -Κωστ.Α. Το νεφαλό δενίσκουν το ση σκούπα, για να ’ενεί νοικοκυρά (Τον ομφαλό του νεογέννητου κοριτσιού, όταν τον κόψουν, τον δένουν στην σκούπα για να γίνει καλή νοικοκυρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ322 Τσαι τ’ άβου το καρφί καρφώσαν ντα σον αφόν του (Και το άλλο το καρφί το κάρφωσαν στον αφαλό του) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Πονεί οφαλό (Πονάει ο αφαλός μου˙ έχω διάρροια) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντώκι νιφαλός μου (Χτύπησε ο αφαλός μου˙ λύθηκε ο αφαλός μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Α νομάτ' τον αφό του ν’dα κόψει μοναχός του (Ένας άνθρωπος τον αφαλό του να τον κόψεις μοναχός του˙ ας αφήσουμε τον καθένα να κάνει ό,τι θεωρεί καλύτερο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κομπέκι