αφήνω
(ρ.)
αφήνω
[aˈfino]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
αφήν-νω
[aˈfinno]
Σίλ.
αφήνου
[aˈfinu]
Μισθ., Σίλ.
'φήνω
[ˈfino]
Φάρασ.
βαήνω
[vaˈino]
Αραβαν., Γούρδ.
βαήκνω
[vaˈikno]
Αραβαν., Γούρδ.
Παρατατ.
αφήνισκα
[aˈfiniska]
Ποτάμ., Σινασσ.
βαήκνισ̑κα
[vaˈikniʃka]
Αραβαν.
Αόρ.
αφήκα
[aˈfika]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Φλογ.
'φήκα
[ˈfika]
Φάρασ.
άφηκα
[ˈafika]
Ουλαγ., Σίλ.
άφ'κα
[ˈafka]
Τελμ.
άφησα
[ˈafisa]
Σίλ.
βάφ'κα
[ˈvafka]
Αραβαν.
βάκα
[ˈvaka]
Γούρδ.
Υποτ. Αόρ.
'φήκου
[ˈfiku]
Τσουχούρ.
Προστ. Εν.
άφες
[ˈafes]
Καππ.
βάησ'
[ˈvais]
Γούρδ.
άφ'
[af]
Φάρασ.
Πληθ.
αφέτε
[aˈfete]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ἀφήνω/ἀφίνω, το οπ. από μεταγν. ρ. ἀφίω, μεταπλ. του αρχ. ρ. ἀφίημι. Ο αόρ. ἀφῆκα ήδη αρχ. Ο τύπ. ἀφηκα μεσν. Ο τύπ. βαήνω πιθ. αναλογ. από τον αόρ. άφ'κα > άβ'κα.
1. Αφήνω από τα χέρια μου, παύω να κρατώ κάτι
ό.π.τ.
:
-Δου μελό σ' πού είνι, έκοψις τα νταχτύλια σ'; -Θείο, εκείνη η ώρα πέρνανι ένα καλό ναίκα από 'κει ομbρό, ράντσα δου μπαραbάρ, αφήκα τσι 'ου μαχαίρ'
(-Το μυαλό σου πού είναι, έκοψες τα δάχτυλά σου;-Θείε, εκείνη την ώρα πέρναγε μιά ωραία γυναίκα εκεί μπροστά, την είδα ξαφνικά, άφησα και το μαχαίρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Αφήνω τ' νάκρα τ'
(Αφήνω την άκρη του˙ παραιτούμαι από κάτι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κονώνω
2. Αφήνω κάποιον ελεύθερο, παύω να εμποδίζω, επιτρέπω
:
Ρέν ντου αφήνει να ξεβεί όξου
(Δεν του επιτρέπει να βγει έξω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
«Βάησ' με, ας πάγω και ας έρτω»· πάλ το βαήν'
(«Άσε με, ας πάω και ας έρθω»· πάλι τον αφήνει)
Γούρδ.
-Dawk.
Εγώ είμαι σ̑κυλί και δεν με αφήνουν σου βασιλέα σο σπίτ'
(εγώ είμαι σκύλος και δεν μου επιτρέπουν (ενν. την είσοδο) στο σπίτι του βασιλιά)
Ποτάμ.
-Dawk.
Με μένα τίς χα με κρατήσει τσ̑αι μη με 'φήτσ̑ει νάρτω αδέ;
(Αλλά εμένα ποιος θα με κρατήσει και δεν θα με αφήσει να έρθω εδώ;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Στάθη το λαχτόρι σον αωπό 'γνένdα, μη τα 'φήτσ̑ει να πνίξει τα 'ρνίθε
(Στάθηκε ο κόκορας αντιμέτωπα με αλεπού, για να μην την αφήσει να πνίξει τις κότες)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Όταν παίνιξαμ' σκόλεια, δέ μας αφήναν να γκιαλαέψουμ' μισ̑ώτικα
(Όταν πηγαίναμε στα σχολεία, δεν μας επέτρεπαν να μιλήσουμε στα μισιώτικα)
Μισθ.
Πεχερά μ' κρέιξι να φάει, ντε ντ' αφήνιξαν
(Η πεθερά μου ήθελε να φάει, δεν την άφηναν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Στάθη σο θύρι μπρο· νε του βγκαίνει 'φήνει, νε του μπαίνει
(Στάθηκε στην πόρτα μπροστά· ούτε εκείνον που βγαίνει αφήνει, ούτε εκείνον που βγαίνει˙ Για όποιον γίνεται εμπόδιο στους άλλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ω τατά, πγέσα αν γκλέφ'. -Φέρ' τα. -Τζ̑ὄρτσ̑εται. -Άφ' τα τσ̑' ε 'δώ. -Τσ̑ο 'φήνει με!
(Ε, πατέρα, έπιασα έναν κλέφτη. -Φέρ' τον -Δεν έρχεται -Άσ' τον κι έλα εδώ -Δε μ'αφήνει.˙ Λέγεται για όποιον πάει να κατηγορήσει κάποιον και τελικά μπλέκει ο ίδιος.)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
δίνω, κοϊβερτώ, ορίζω, σαλντώ
3. Εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι, παρατώ
ό.π.τ.
:
Ας τα πάρω κι ας πάγω στο ιβουνί, κι ας τ’ αφήκω εκεί
(Ας τα πάρω κι ας πάω στο βουνό, κι ας τ' αφήσω εκεί, ενν. τα παιδιά)
-Μαυρ.-Κεσ.
Αφήκεζ με να σκοτωχεί ντεγί άμμα Χεγός εμέ ντέ με σκότωσεν
(Με άφησες εκεί για να με σκοτώσουν, αλλά ο Θεός δεν με σκότωσε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ἀφηκεν ντα ντο σπίτ' μέσα γκι έφυε
(Το άφησε μέσα στο σπίτι κι έφυγε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εκεί το βρα'ύ εσ̑ύ που μ' αφήκες κι ήλτες παρέμης, εγώ πήγα ηύρα ένα μύλο
(Εκείνο το βράδυ που με παράτησες και γύρισες πίσω, εγώ πήγα και βρήκα έναν μύλο)
Σίλ.
-Dawk.
Άφηκι τσ̑η ζουλειάν ντου κι έφυι
(άφησε τη δουλειά του και έφυγε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ἀφ'κεν το παιδί τουν σο νανούδ', τα ψωμιά σο τενdούρ' και πήρεν το στράτα
(Άφησε το παιδί της στην κούνια, τα ψωμιά στον φούρνο και πήρε τους δρόμους)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αφήνεις με μαναχή μ'
(Με αφήνεις μόνη μου)
Τελμ.
-Dawk.
Έν’ κουνάχα, τζ̑ο πορείς ν’dα ’φήκ’ αρέ
(Είναι αμαρτία, δεν μπορείς να την εγκαταλείψεις τώρα)
Τσουχούρ.
-VLACH
Σο σπίτι μας είχαμ’ παχτσέ με φρούτα, βρύση· τώρα τ’ άφησαμ’ και ήρταμ’ εδώ σην παράγκα
(Στο σπίτι μας είχαμε κήπο με φρούτα, βρύση· τώρα τα αφήσαμε και ήρθαμε εδώ στην παράγκα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Κλαίω την νύμφη μου την καλήν, την μικρά Φεγγαρίνα,
Όπου την αφήκαμ' σε δύο στράτες σε πέντε δρόμους μέσα (Κλαίω την νύφη μου την καλή, την μικρή Φεγγαρίνα,
που την αφήσαμε σε δυο στράτες, σε πέντε δρόμους μέσα) Σίλατ. -Φαρασόπ.
Όπου την αφήκαμ' σε δύο στράτες σε πέντε δρόμους μέσα (Κλαίω την νύφη μου την καλή, την μικρή Φεγγαρίνα,
που την αφήσαμε σε δυο στράτες, σε πέντε δρόμους μέσα) Σίλατ. -Φαρασόπ.
4. Επιτρέπω ή ενεργώ έτσι ώστε να παραμείνει κάτι ως υπόλειμμα
:
Ρήμαξαν μας ούλα, ντεν αφήκαν τίποτα
(μας ρημάξανε όλους, δεν αφήσανε τίποτε)
Μισθ.
Γιάρι̂σι̂ τ' έφαέν ντα, ντ' άλλα άφηκέν ντα
(Τα μισά τα έφαγε, τα άλλα τα άφησε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Το κορίτσ̑' δώκεν ντο σο πρώτο το αδελφό τ'· το τρίτο αφήκεν ντο σο μαυτό τ'
(Το κορίτσι το έδωσε στον πρώτο του αδελφό· το τρίτο (παιδί) το άφησε για τον εαυτό του)
Σίλατ.
-Dawk.
Πάρετέ τα, μοιραστείτε τα, τσ̑' αφέτε το κουτσ̑όκ-κο
(Πάρτε τα, μοιραστείτε τα, κι αφήστε (ήσυχο) το σκυλάκι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ζάβαλλι̂ ναίκα, πετάνεις ντα σταφύα γκι αφήνεις ντά τσόπια
(Ανόητη γυναίκαι, πετάς τα σταφύλια κι αφήνεις τα κοτσάνια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ν’dα φάγω, 'α κανιστεί η τσ̑οιλία μου· ν’dα 'φήκω, ένι κουνάχι
(Aν το φάω, θα σκιστεί η κοιλιά μου· αν το αφήσω, είναι αμαρτία)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
'ς όμbαν έκοψε ριμιά, και 'ς όβγα χλωρορίμια
και τους χίλιους έσφαξε, και τους μίλιους αφήκε
Να σε ιδώ, Πόρφυρε, να μη χαρείς τον κόσμον
αν αφήσεις ένα τυφλόν, ένα κουψόν, ένα μονογιανάτον (Στο έμπα έκοψε πολλούς, στο έβγα περισσότερους,
και τους χίλιους έσφαξε, τους μύριους άφησε
Να σε δω, Πορφύρη, να μην χαρείς τον κόσμο
αν αφήσεις έστω κι έναν τυφλό, έναν κουτσό, έναν μονόχειρα) Τελμ. -Lag.
και τους χίλιους έσφαξε, και τους μίλιους αφήκε
Να σε ιδώ, Πόρφυρε, να μη χαρείς τον κόσμον
αν αφήσεις ένα τυφλόν, ένα κουψόν, ένα μονογιανάτον (Στο έμπα έκοψε πολλούς, στο έβγα περισσότερους,
και τους χίλιους έσφαξε, τους μύριους άφησε
Να σε δω, Πορφύρη, να μην χαρείς τον κόσμο
αν αφήσεις έστω κι έναν τυφλό, έναν κουτσό, έναν μονόχειρα) Τελμ. -Lag.
5. Δεν ενεργώ, με αποτέλεσμα να παραμένει κάτι σε μιά συγκεκριμένη κατάσταση
κ.α., Ποτάμ., Φλογ.
:
Τε 'στέρου πάλι τάημισα ’φήνουν μες νηστικά σα οράνα τζαι τάημισα φσάκνουν μες
(και στα στερνά, μερικούς μας αφήνουν νηστικούς στις ερημιές και μερικούς μας σφάζουν)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Το χύρα καλό κλείρωσ’ το, ανοιχτό μη το βαήνεις
(Την πόρτα καλά κλείδωσ' την, ανοιχτή μην την αφήνεις)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ζύμουσανι τον τραχανά μο τον κορκότι μο του σακουλού το γα σο κούσι πέσου· 'φήκαν τα δύου ημέρι να τυφίσει
(Ζυμώσανε τραχανά με το κουρκούτι και στραγγιστό γιαούρτι μέσα στη σκάφη· το αφήσανε δύο μέρες να στυφίσει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ύστερα κόψεν qουιρούχα τ' και αφήκεν χωρίς qουιρούχα
(Ύστερα έκοψε την ουρά του και το άφησε χωρίς ουρά)
Φλογ.
-Dawk.
6. Δίνω, παραχωρώ, εμπιστεύομαι ή κληροδοτώ σε κάποιον
ό.π.τ.
:
Ντα 'κόνις έπαρ' τα, μην ντ' αφήκουμ' Τούρτσ̑' να'α μαγαρίσ'νι
(Τις εικόνες πάρ' τες, μην τις αφήσουμε στους Τούρκους να τις μαγαρίσουνε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ποίκαμ' ντα χαρτιά, αφήκαμ' ντα σου ταχυδρόμο
(Κάναμε τα χαρτιά, τα αφήσαμε στόν ταχυδρόμο)
Μισθ.
Άμα ποίκ' αχτσ̑ά ένα σπίτ', σ' τίνα να δ' αφήκ';
(Άμα κάνει έτσι ένα σπίτ, σε ποιον θα το αφήσει;)
Μισθ.
Ταχύ άμ περάνουμ' εμείς, σε τσ̑ίνα κονdά να βαήκουμ το εβλάσ̑' μας;
(Αύριο άμα πεθάνουμε εμείς, σε ποιον θα αφήσουμε το παιδί μας;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντου φσ̑άχ' αφήκαμ' ντου σου πεχερό μ'· λέου: «Τάτα, ράνα λίου ντου φσ̑άχ', ογώ λέου να πάου λίου σ'ν εκκλησιά"
(Το παιδί το αφήσαμε στον πεθερό μου· λέω: «Πατέρα, κοίτα λίγο το παιδί, εγώ λέω να πάω λίγο στην εκκλησία»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τείο τ' ντέ ντ' αφήκι παράϊα
(Ο θείος του δεν του άφησε λεφτά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Kάμον την πλάκα του άλογον, το χώμα χαλινάρι
κι αφήκε και το μνήμα του τον Θεγό εμανέτι (Έκανε την ταφόπλακά του άλογο, το χώμα χαλινάρι
κι άφησε και το μνήμα του στον Θεό αμανάτι) Σινασσ. -Lag.
κι αφήκε και το μνήμα του τον Θεγό εμανέτι (Έκανε την ταφόπλακά του άλογο, το χώμα χαλινάρι
κι άφησε και το μνήμα του στον Θεό αμανάτι) Σινασσ. -Lag.
7. Εναποθέτω, τοποθετώ κάποιον ή κάτι κάπου προσωρινά
κ.α., Μισθ., Σίλ.
:
Μπαίν-νει απέσου, χαϊβάνιν ντου αφήν-νει τα όξου
(Μπαίνει μέσα, το άλογό του το αφήνει έξω)
Σίλ.
-Dawk.
Αφήκαμ' του κούρσα 'ς Ραφήνα
(Αφήσαμε το αυτοκίνητο στη Ραφήνα)
Μισθ.
|| Παροιμ.
To μπαρούτσ̑' νισ̑τσ̑ά κοντά μη ντο βαήκνεις
(Το μπαρούτι κοντά στην φωτιά μην το αφήνεις˙ οι αρραβωνιασμένοι δεν κάνει να συναντιώνται πριν τον γάμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γερλεστιρντίζω
8. Φεύγω από ένα μέρος
κ.α., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Φλογ.
:
Αφήκαν ντου Μιστί
(Άφησαν το Μισθί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το φσ̑αχ' όντινgι είδεν το Γιαχουντή, αφήκεν, έφ'γα
(Μόλις το παιδί είδε τον Εβραίο, άφησε το μέρος, έφυγε)
Φλογ.
-Dawk.
«Σε υπάγου να ντιρλέψου κισμέτσ̑ι μου»· αφήν̑- ν̑ει, παγαίν̑-ν̑ει
(«Θα πάω να αναζητήσω τη μοίρα μου»· φεύγει, πηγαίνει)
Σίλ.
-Dawk.
Γιόμουσαν ντα καριέ τ'νι, αφήκαν τσ̑' έφ'χαν· ούτι σκέφια έπλυναν, ένα σ̑έι ντε μποίκαν
(Γέμισαν τις κοιλιές τους, σηκώθηκαν κι έφυγαν· ούτε πιάτα έπλυναν τίποτα δεν έκαναν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Βαήκνω και φέγνω
(Αφήνω και φεύγω˙ σηκώνομαι και φεύγω· από τουρκ. φρ. <em>birakmak gitmek</em>)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
παραμαίνω, φεύγω