ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφόρετος (επίθ.) αφόρετο [aˈforeto] Αραβαν. αφόρετου [aˈforetu] Μαλακ. Μεσν. επίθ. ἀφόρετος, το οπ. από το στερητ. ἀ-, το αορ. θ. φορεσ- του ρ. φορῶ, και το παραγωγ. επίθμ. -τος. Η σημ. ‘που δεν έχει φορεθεί' ήδη μεταγν., βλ. LSJ, DGE λ. αφόρητος.
1. Αυτός που δεν έχει φορεθεί ό.π.τ.
2. Το ουδ. ως ουσ., το ρούχο που δεν έχει φορεθεί Αραβαν.