ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφόρετος (επίθ.) αφόρετο [aˈforeto] Αραβαν. αφόρετου [aˈforetu] Μαλακ. Μεσν. επίθ. ἀφόρετος, το οπ. από το στερητ. ἀ-, το αορ. θ. φορεσ- του ρ. φορῶ, και το παραγωγ. επίθμ. -τος. Η σημ. ‘που δεν έχει φορεθεί' ήδη μεταγν., βλ. LSJ, DGE λ. αφόρητος.
1. Αυτός που δεν έχει φορεθεί ό.π.τ.
2. Το ουδ. ως ουσ., το ρούχο που δεν έχει φορεθεί Αραβαν.
Τροποποιήθηκε: 05/07/2024