ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφσουνλαντίζω (ρ.) αφσον-ναdι̂́ζω [afsonnaˈdɯzo] Αξ. Από το τουρκ. ρ. afsunlamak (αόρ. afsunladı) = κάνω ξόρκια, γητείες, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Θεραπεύω κάποιον με ξόρκια. Πβ. δένω
Τροποποιήθηκε: 14/04/2025