αφσουνλαντίζω
(ρ.)
αφσον-ναdι̂́ζω
[afsonnaˈdɯzo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. afsunlamak (αόρ. afsunladı) = κάνω ξόρκια, γητείες, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Θεραπεύω κάποιον με ξόρκια.
Πβ.
δένω