αφτί
(ουσ. ουδ.)
ωτί
[oˈti]
Ανακ., κ.α., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ.
ωdί
[oˈdi]
Φλογ.
αφτί
[aˈfti]
Ανακ., Μισθ.
αφτσ̑ί
[aˈftʃi]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
αφκί
[afˈci]
Σεμέντρ.
ατί
[aˈti]
Σινασσ.
'τί
[ti]
Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ.
'φτί
[fti]
Ανακ.
'φτσ̑ί
[ftʃi]
Αραβαν., Μισθ., Σίλ.
ωφτσ̑ί
[οˈftʃi]
Σίλ.
ουφτσ̑ί
[uˈftʃi]
Σίλ.
Πληθ.
'τία
[ˈtia]
Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ.
’τίγια
[ʹtiʝa]
Σινασσ.
ωτιά
[oˈtça]
Ανακ., Φλογ.
'φτιά
[ftça]
Αξ., Ουλαγ., Φερτάκ.
αφχιά
[afˈça]
Μισθ.
αφκιά
[afˈca]
Σεμέντρ.
'φκιά
[fça]
Φερτάκ.
Από το μεταγν. ουσ. ὠτίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. οὖς. Ο τύπ. αφτί μεσν. Γενικώς για την μεταβολή της λ. ὠτίον > ἀφτί, βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Β, 322.
1. Το αφτί ως μέλος του σώματος
ό.π.τ.
:
Σα ωτιά τουνε κουπέδια
(Στα αφτιά τους (είχαν) σκουλαρίκια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Αφτσ̑ού ρίζα
(Η ρίζα του αφτιού, το ριζάφτι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ρώκιν ντου μιά του 'φτσ̑ί ντου τσ̑η ρίζα, 'πόμ'νι
(Του έδωσε μιά στην ρίζα του αφτιού του, πέθανε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σανdζ̑άνdανε το ωτί τ'
(Πόναγε το αφτί του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κόφτισ̑καμ' τα ωτιά τ'νε
(Κόβαμε τα αφτιά τους)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Βγκάλ' το βαμbάτσ̑ές 'σ' τα 'τία σου
(Βγάλε το μπαμπάκι από τα αφτιά σου˙ απάντηση σε κάποιον όταν ξαναρωτά να του πουν κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πανdζ̑άρ' σο 'φτσ̑ί σ'
(παντζάρι στο αφτί σου˙ λέγεται στους βαρήκοους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κάτσε ορτά, να κόψει παπάς τ' αφτιά σ'
(Κάτσε σωστά, μη σου κόψει ο παπάς τα αφτιά σου˙ απειλή σε άτακτο παιδί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γαμώ του βα σ' ντου 'φτσ̑ί
(Γαμώ του πατέρα σου το αφτί˙ ύβρις)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αφτίτσι
2. Το αφτί ως όργανο ακοής
ό.π.τ.
:
Ήρτε σο πατισ̑άχο και είπε ένα κυρφάζ γκελεdζ̑ί σο 'φτσ̑ί τ'
(Ήρθε στο βασιλιά και του είπε ένα κρυφό λόγο στο αφτί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ατό τη μία, ο Δεσπότ’ ήρτιν αν Τζερεdζή σο χωρίο να ιδεί μο τα φτάλμα του τζαι να ’κούσει μο τα ’τία του π' 'α ειπεί ο παπάς τεΐ
(Μια και δυο, ο Δεσπότης κάποια Κυριακή ήλθε στο χωριό να δει με τα μάτια του και ν’ ακούσει με τ’ αφτιά του τι τάχα θα έλεγε ο παπάς)
Σατ.
-Παπαδ.
Με τα ωτιά μ’ ήκ’σα του παιδιού μ’ τη ψυσ̑ή, ου ’ξέβη ασ’ σο παιδί μου
(Με τα αφτιά μου άκουσα του παιδιού μου την ψυχή, που βγήκε από το παιδί μου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Σαγιργι-έναν ντα 'τία μου
(Κουφάθηκαν τα αφτιά μου˙ ως απάντηση σε κάποιον που μιλάει δυνατά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Βαριά γηκούγουσ̑ι τ' αφτσ̑ά μου
(Βαριά ακούνε τα αφτιά μου˙ βαριακούω, έχω περιορισμένη ακοή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ωτί με δίνεις
(Μη δίνεις αφτί˙ Μη δίνεις προσοχή)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τα ωτιά έθηκέν τα κάτω
(Τα αφτιά του τα ακούμπησε κάτω˙ Κάνει τον κουφό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πιάνω τ' αφτσ̑α τ'
(πιάνω τα αφτιά του˙ του αναγγέλλω μιά ευχάριστη είδηση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'φτσ̑ί μη κρους
(αφτί μην κρούεις˙ μη δίνεις σημασία)
Μισθ., Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μπαίνει 'ς τὄϊναν ντo 'τί, βγκαίνει 'σ' τε τ' άβου το 'τί
(Μπαίνει από το ένα το αφτί, βγαίνει από το άλλο το αφτί˙ Όταν κάποιος δεν δίνει σημασία στις συμβουλές μας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ασ' το στόμα σου και σου Θεγού το 'τί
(Από το στόμα σου και στου Θεού τ' αφτί˙ ευχή πραγματοποίησης)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ωτιού πιάσ̑ιμο
(Πιάσιμο αφτιού˙ το έθιμο της αναγγελίας στον πατέρα του ευτυχούς γεγονότος του τοκετού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1425
Ο τοιέχος έσ̑ει 'τία τσ̑αι 'κόμη 'κού'
(Ο τοίχος έχει αφτιά και ακόμη κι αυτός ακούει˙ απαιτείται μεγάλη προφύλαξη για τα μυστικά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.