αφροκάλητος
(επίθ.)
αφουρκάλιστο
[afurˈkalisto]
Αραβαν.
αφ'κάλητο
[afˈkalito]
Μαλακ.
αφ'κάλετο
[afˈkaleto]
Αραβαν., Φλογ.
Από το στερητ. α-, το ρ. φροκαλώ, όπου και τύπ. φουρκαλίζω και φ'καλώ, και το παραγωγ. επίθμ. -τος.
Πβ.
φροκαλώ
Ασκούπιστος
ό.π.τ.