ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφροκάλητος (επίθ.) αφουρκάλιστο [afurˈkalisto] Αραβαν. αφ'κάλητο [afˈkalito] Μαλακ. αφ'κάλετο [afˈkaleto] Αραβαν., Φλογ. Από το στερητ. α-, το ρ. φροκαλώ, όπου και τύπ. φουρκαλίζω και φ'καλώ, και το παραγωγ. επίθμ. -τος. Πβ. φροκαλώ
Ασκούπιστος ό.π.τ.