ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφορίζω (ρ.) αφορίζου [afoˈrizu] Μισθ. 'φορίζω [foˈrizo] Σίλ. Μτχ. αφορισμένος [aforiˈzmenos] Αραβαν. αφορισμένο [aforiˈzmeno] Αξ. αφορεσμένο [aforeˈzmeno] Αραβαν., Σινασσ. 'φορισμένος [foriˈzmenos] Φάρασ. Αρχ. ρ. ἀφορίζω = χωρίζω, απομακρύνω. Η μτχ. αφορεσμένο ήδη μσν., πβ. Διήγ. Ἀλ. F 125.8 «ἔναι ἀφορεσμένη ἡ Μήγεβρα ἀπὸ τὸν θεόν».
1. Αφορίζω, αποκλείω από την χριστιανική κοινότητα Αραβαν., Σινασσ.
2. Βλασφημώ, λέγοντας κάποιον αφορισμένο Αξ., Μισθ., Σινασσ. : || Φρ. Αφορεσμένο κουτούκ (Αφορισμένο ξύλο˙ αλύγιστο ξύλο) Σινασσ. -Βλασ. Αφορισμένο το κ'λάκ' (Αφορισμένο το παιδί˙ ως ύβρη) Αξ. -Μαυροχ. || Ασμ. Ήρτι μαύρο τ' μάνα, κλαίει, αφορίζει (Ήρθε η δύστυχη η μάνα, κλαίει, λέει αφορισμούς) Μισθ. -Κωστ.Μ.