αφσάρικος
(επίθ.)
αφσάρικο
[aˈfsariko]
Σινασσ.
Aπό το τουρκ. εθνικ. επίθ. afşar = τουρκομανική φυλή, το οπ. έχει και την διαλεκτ. σημ. ‘επιδέξιος, γρήγορος’ (Redhouse), και το παραγωγ. επίθμ. -ικος.