αφώς
(σύνδ.)
αφώς
[aˈfos]
Αραβαν.
'φώς
[fos]
Ανακ., κ.α.
αφούς
[aˈfus]
Αραβαν.
αφούζ
[aˈfuz]
Αραβαν.
'φούς
[fus]
Σινασσ., Φερτάκ.
'πώς
[pos]
Σινασσ.
Νεότ. σύνδ. ἀφώς, το οπ. από την μεταγν. συνεκφ. ἀφ' ὡς.
1. Ως χρον. συνδ., όταν, αφού
ό.π.τ.
:
Εκεί αφούζ έφαγαν, έπεσαν και κοιμήραν
(Εκεί αφού έφαγαν, έπεσαν και κοιμήθηκαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το παιρί, αφούς πήρε ιζίν, έμbη σο μενdζιλίσ' οντασί
(το παιδί, αφού πήρε άδεια, μπήκε στην αίθουσα του συμβουλίου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αφούς μπιτίρσε το μεσέλι τ’ κελ ογλάνης, πιάν’ βγαλλίσ̑κει το πατσ̑ά ασ’ το κεφάλι τ’
(Αφού τέλειωσε το παραμύθι του ο κασιδιάρης, πιάνει και βγάζει τον πατσά από το κεφάλι του)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 638
Συνών.
αφόν, αφότε, αφώσκαι, μαντέμ, όταν :1, σαμού, σαφού :2, τζας :1, Συνών.
ως
2. Ως αιτιολογικός σύνδ., αφού, καθώς, δεδομένου ότι
κ.α., Σινασσ.
:
Τι να π'κώ, 'φούς δεν έν' κονdά
(Τι να κάνω, αφού δεν είναι κοντά)
Σινασσ.
-ΙΛΝΕ
Αφούζ έν' ούτσ̑α
(Αφού είναι έτσι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αφότε, αφώσκαι, μαντέμ, μαντέμκι, μεράμ, σαφού :1