ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άφτω (ρ.) άφτω [ˈafto] Αξ., Αραβαν., Σεμέντρ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. άφτου [ˈaftu] Σίλ. γάφτω [ˈɣafto] Σίλ. γιάφτω [ˈʝafto] Αξ., Ουλαγ. ήφτω [ˈifto] Ανακ., Μαλακ., Φλογ. γήφτου [ˈʝiftu] Μισθ. γήφου [ˈʝifu] Μισθ. Παρατατ. άφτισ̑κα [ˈaftiʃka] Αξ., Αραβαν., Σεμέντρ. ήφτισ̑κα [ˈiftiʃka] Ανακ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ. αφτίνκα [aˈftiŋka] Φάρασ. Αόρ. ήψα [ˈipsa] Αξ., Αραβαν., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. γήψα [ˈʝipsa] Δίλ., Μισθ. έαψα [ˈeapsa] Ουλαγ. άψα [ˈapsa] Φερτάκ. Υποτ. νάψω [ˈnapso] Σίλ. ήψω [ˈipso] Ποτάμ., Φλογ. Προστ. άψε [ˈapse] Σίλ. ήψε [ˈipse] Φλογ. Μτχ. απμένος [apˈmenos] Φάρασ. γηφμένου [ʝifˈmenu] Μισθ. αφτεμένο [afteˈmeno] Σινασσ. αφτσ̑ημένο [aftʃiˈmeno] Αραβ. γηφτιμένου [ʝiftiˈmenu] Μισθ. γηφτημένου [ʝiftiˈmenu] Μισθ. Θηλ. απμένη [apˈmeni] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. ἄπτω. Ο τύπ. ἄφτω ήδη μεσν. Οι τύπ. γάφτω, γήφτου, γήψα με ανάπτυξη αρκτ. /ɣ/ για άρση χασμωδίας σε συνεκφ. με το να. Ο τύπ. Ενεστ. γήφου χωρίς τον οδοντικό χαρακτήρα -τ- αναλογ. κατά τον αόρ.
1. Μτβ., ανάβω κάτι ό.π.τ. : Γήφου ντου τ͑ουνdούρ' (Ανάβω το καμίνι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ψησταριά σπίτ' ντεν ντου γήφεις ισ̑ύ; (Την ψησταριά στο σπίτι δεν την ανάβεις εσύ;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Nα γήψου ένα τζίαρα, πειράζ'; (Ν' ανάψω ένα τσιγάρο, πειράζει;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μι ντα αχύραδα, κουβάλαναμ' δα αχύραδα, γηφίσκαμ' ζόμbα (Με τα άχυρα, κουβαλάγαμε τα άχυρα, ανάβαμε την σόμπα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Να ντα άψουμ' (Θα τα ανάψουμε) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Ήψαμ' το τσεράκ', το βαλαμ' στο παθηνί επάνω 'ς το τσεραχπά (Ανάψαμε το λυχνάρι, το βάλαμε στην υποδοχή επάνω στον λυχνοστάτη) Σινασσ. -Λεύκωμα Πήρε αν απμένη αβντίδα (Πήρε ένα αναμμένο δαυλί) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Γήψα ντου τσ̑ερί μ' (Άναψα το κερί μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ανάφτω
2. Καίω κάτι Μισθ., Φερτάκ. : Να ήψω το τανdούρ’ τονε και ήψα το (Καθώς άναβα το ταντούρι, το έκαψα, ενν. το αγκάθι) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. καίω, νταγλαντίζω
3. Αμτβ., ανάβω, καίω, είμαι καυτός ό.π.τ. : Ντου τ͑ουντούρ' γήφ' πολύ τσ̑ι κάφ' (Το καμίνι καίει πολύ και καίει, ενν. τα ψωμιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ισ̑ά ρεν άφτσ̑ει (Η φωτιά δεν ανάβει) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Την αβντίδα, να μη ντα συνταυλείς, τζ̑ο άφτει (Το δαυλί, αν δεν το συδαυλίζεις, δεν ανάβει˙ Για να πετύχεις κάτι πρέπει να κάνεις πολλές ενέργειες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καίω
β. Έχω πυρετό Αξ., Μισθ.
4. Μτφ., εξοργίζομαι, "φουντώνω" Αξ. Συνών. καίω, κιζτώ, φουσκώνω :3
5. Για ζυμάρι, φουσκώνω πολύ μετά το πλάσιμο Μισθ. : Γήψι του ζυμάρ' (Παραφούσκωσε το ζυμάρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αναβαίνω