άφτω
(ρ.)
άφτω
[ˈafto]
Αξ., Αραβαν., Σεμέντρ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
άφτου
[ˈaftu]
Σίλ.
γάφτω
[ˈɣafto]
Σίλ.
γιάφτω
[ˈʝafto]
Αξ., Ουλαγ.
ήφτω
[ˈifto]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
γήφτου
[ˈʝiftu]
Μισθ.
γήφου
[ˈʝifu]
Μισθ.
Παρατατ.
άφτισ̑κα
[ˈaftiʃka]
Αξ., Αραβαν., Σεμέντρ.
ήφτισ̑κα
[ˈiftiʃka]
Ανακ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ.
αφτίνκα
[aˈftiŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
ήψα
[ˈipsa]
Αξ., Αραβαν., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
γήψα
[ˈʝipsa]
Δίλ., Μισθ.
έαψα
[ˈeapsa]
Ουλαγ.
άψα
[ˈapsa]
Φερτάκ.
Υποτ.
νάψω
[ˈnapso]
Σίλ.
ήψω
[ˈipso]
Ποτάμ., Φλογ.
Προστ.
άψε
[ˈapse]
Σίλ.
ήψε
[ˈipse]
Φλογ.
Μτχ.
απμένος
[apˈmenos]
Φάρασ.
γηφμένου
[ʝifˈmenu]
Μισθ.
αφτεμένο
[afteˈmeno]
Σινασσ.
αφτσ̑ημένο
[aftʃiˈmeno]
Αραβ.
γηφτιμένου
[ʝiftiˈmenu]
Μισθ.
γηφτημένου
[ʝiftiˈmenu]
Μισθ.
Θηλ.
απμένη
[apˈmeni]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. ἄπτω. Ο τύπ. ἄφτω ήδη μεσν. Οι τύπ. γάφτω, γήφτου, γήψα με ανάπτυξη αρκτ. /ɣ/ για άρση χασμωδίας σε συνεκφ. με το να. Ο τύπ. Ενεστ. γήφου χωρίς τον οδοντικό χαρακτήρα -τ- αναλογ. κατά τον αόρ.
1. Μτβ., ανάβω κάτι
ό.π.τ.
:
Γήφου ντου τ͑ουνdούρ'
(Ανάβω το καμίνι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ψησταριά σπίτ' ντεν ντου γήφεις ισ̑ύ;
(Την ψησταριά στο σπίτι δεν την ανάβεις εσύ;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Nα γήψου ένα τζίαρα, πειράζ';
(Ν' ανάψω ένα τσιγάρο, πειράζει;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μι ντα αχύραδα, κουβάλαναμ' δα αχύραδα, γηφίσκαμ' ζόμbα
(Με τα άχυρα, κουβαλάγαμε τα άχυρα, ανάβαμε την σόμπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Να ντα άψουμ'
(Θα τα ανάψουμε)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Ήψαμ' το τσεράκ', το βαλαμ' στο παθηνί επάνω 'ς το τσεραχπά
(Ανάψαμε το λυχνάρι, το βάλαμε στην υποδοχή επάνω στον λυχνοστάτη)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Πήρε αν απμένη αβντίδα
(Πήρε ένα αναμμένο δαυλί)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Γήψα ντου τσ̑ερί μ'
(Άναψα το κερί μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ανάφτω
2. Καίω κάτι
Μισθ., Φερτάκ.
:
Να ήψω το τανdούρ’ τονε και ήψα το
(Καθώς άναβα το ταντούρι, το έκαψα, ενν. το αγκάθι)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
καίω, νταγλαντίζω
3. Αμτβ., ανάβω, καίω, είμαι καυτός
ό.π.τ.
:
Ντου τ͑ουντούρ' γήφ' πολύ τσ̑ι κάφ'
(Το καμίνι καίει πολύ και καίει, ενν. τα ψωμιά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ισ̑ά ρεν άφτσ̑ει
(Η φωτιά δεν ανάβει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Την αβντίδα, να μη ντα συνταυλείς, τζ̑ο άφτει
(Το δαυλί, αν δεν το συδαυλίζεις, δεν ανάβει˙ Για να πετύχεις κάτι πρέπει να κάνεις πολλές ενέργειες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καίω
β.
Έχω πυρετό
Αξ., Μισθ.
5. Για ζυμάρι, φουσκώνω πολύ μετά το πλάσιμο
Μισθ.
:
Γήψι του ζυμάρ'
(Παραφούσκωσε το ζυμάρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αναβαίνω