αχαλής
(ουσ. αρσ.)
αχαλής
[axaˈlis]
Αφσάρ., Φάρασ.
αχαλί
[axaˈli]
Μισθ., Φλογ.
εχαλής
[exaˈlis]
Φάρασ.
εχαλί
[exaˈli]
Αραβαν.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. ahali = κόσμος, λαός, όπου και διαλεκτ. τύπ. ehali. H λ. και Λιβύσσ.
Κόσμος, πλήθος ανθρώπων
ό.π.τ.
:
T' αχαλί ούλ-λο σηκούταν ορτύς
(Όλος ο κόσμος σηκωνόταν όρθιος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
κόσμος