ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχαλής (ουσ. αρσ.) αχαλής [axaˈlis] Αφσάρ., Φάρασ. αχαλί [axaˈli] Μισθ., Φλογ. εχαλής [exaˈlis] Φάρασ. εχαλί [exaˈli] Αραβαν. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. ahali = κόσμος, λαός, όπου και διαλεκτ. τύπ. ehali. H λ. και Λιβύσσ.
Κόσμος, πλήθος ανθρώπων ό.π.τ. : T' αχαλί ούλ-λο σηκούταν ορτύς (Όλος ο κόσμος σηκωνόταν όρθιος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κόσμος