ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχλαντίζω (ρ.) αχλαdι̂́ζω [axlaˈdɯzo] Αραβαν. Αόρ. αχλάτ'σα [axˈlatsa] Αραβαν. Aπό το τουρκ. ρ. ahlamak (αόρ. ahladı) = αναστενάζω, κάνω αχ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αναστενάζω : Γιατσ̑ί να αχλαdι̂́εις; Απ' εμέναν μεμνούν ντέν 'σαι μ'; (Γιατί αναστενάζεις; Δεν είσαι ευχαριστημένη από μένα;) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. αναστενάζω, οφλαντίζω