οφλαντίζω
(ρ.)
οφλανdι̂́ζου
[ofla'ndɯzu]
Αραβαν.
οφλανdίζου
[ofla'dizu]
Μισθ., Τσαρικ.
οφλατίζω
[ofla'tizo]
Σινασσ.
ουφλατίζω
[uflaˈtizo]
Σινασσ.
Αόρ.
οφλάτ'σα
[oˈflatsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. oflamak, όπου και τύπ. uflamak = αναστενάζω, κάνω ουφ.
Αναστενάζω
ό.π.τ.
:
Κρουν σα γόνατα ντα χέρια, βάι βάι βάι τσι οφλανdίζ'νι
(Χτυπούν στα γόνατα τα χέρια και αναστενάζουν αλίμονο, αλίμονο)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Για'ί οφλανdίεις;
(Γιατί αναστενάζεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Καλά, νταρά τρώμ' ντώεκα η ώρα, οφλαντίζουμ' μετά
(Καλά, τώρα τρώμε στις 12 η ώρα, και μετά ξεφυσάμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αναστενάζω, αχλαντίζω
Τροποποιήθηκε: 29/07/2025