ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οφλαντίζω (ρ.) οφλανdι̂́ζου [ofla'dɯzu] Αραβαν. οφλανdίζου [ofla'dizu] Μισθ., Τσαρικ. οφλατίζω [oflan'tizo] Σινασσ. Αόρ. οφλάτ'σα [oˈflatsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. oflamak = αναστενάζω, κάνω ουφ.
Αναστενάζω ό.π.τ. : Γιαΐ οφλανdίεις; (Γιατί αναστενάζεις;) Μισθ. -Κοτσαν. Κρουν σα γόνατα ντα χέρια, βάι βάι βάι τσι οφλανdίζ'νι (Χτυπούν στα γόνατα τα χέρια και αναστενάζουν αλίμονο, αλίμονο) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. αχλαντίζω