ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οφλαντίζω (ρ.) οφλανdι̂́ζου [ofla'ndɯzu] Αραβαν. οφλανdίζου [ofla'dizu] Μισθ., Τσαρικ. οφλατίζω [ofla'tizo] Σινασσ. ουφλατίζω [uflaˈtizo] Σινασσ. Αόρ. οφλάτ'σα [oˈflatsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. oflamak, όπου και τύπ. uflamak = αναστενάζω, κάνω ουφ.
Αναστενάζω ό.π.τ. : Κρουν σα γόνατα ντα χέρια, βάι βάι βάι τσι οφλανdίζ'νι (Χτυπούν στα γόνατα τα χέρια και αναστενάζουν αλίμονο, αλίμονο) Τσαρικ. -Καραλ. Για'ί οφλανdίεις; (Γιατί αναστενάζεις;) Μισθ. -Κοτσαν. Καλά, νταρά τρώμ' ντώεκα η ώρα, οφλαντίζουμ' μετά (Καλά, τώρα τρώμε στις 12 η ώρα, και μετά ξεφυσάμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αναστενάζω, αχλαντίζω
Τροποποιήθηκε: 29/07/2025