οφλαντίζω
(ρ.)
οφλανdι̂́ζου
[ofla'dɯzu]
Αραβαν.
οφλανdίζου
[ofla'dizu]
Μισθ., Τσαρικ.
οφλατίζω
[oflan'tizo]
Σινασσ.
Αόρ.
οφλάτ'σα
[oˈflatsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. oflamak = αναστενάζω, κάνω ουφ.
Αναστενάζω
ό.π.τ.
:
Γιαΐ οφλανdίεις;
(Γιατί αναστενάζεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κρουν σα γόνατα ντα χέρια, βάι βάι βάι τσι οφλανdίζ'νι
(Χτυπούν στα γόνατα τα χέρια και αναστενάζουν αλίμονο, αλίμονο)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
αχλαντίζω