όχι
(μόρ.)
όχι
['oçi]
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
όι
['oi]
Μισθ.
όσ̑ι
['oʃi]
Φάρασ.
Από το μεσν. όχι (< αρχ. φρ. ἐγώ οὐχί).
Όχι
ό.π.τ.
:
Ομπρός να ρανάς τσι όχι οπίσ’
(Εμπρός να βλέπεις και όχι πίσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρνκαμε το μούστο, τον βάνκαμε σ̑α πιθάρια, όχι από χώμα
(Παίρναμε τον μούστο, το βάζαμε σε πιθάρια τα οποία δεν ήταν από χώμα)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Κάκα τ', όι ντου μάνα τ
(Η γιαγιά του, όχι η μάνα του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γιοκ, νάκε