ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουφ (επιφ.) ουφ [uf] Γούρδ., Φλογ. οφ [of] Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Μεσν. επιφών. ὄφ, απώτερα ηχομιμητ. (πβ. Εύστ. Παρ. Ἰλ. 3.377.25 «ἐκ τοῦ ὄφ ἐπιφωνήματος, ὃ κατὰ πνεύματος ἀθρόαν εἰσπνοὴν ἐγγίνεται τοῖς ἢ ἀλγοῦσιν ἢ φόβον παθοῦσι»). Πβ. και τουρκ. επιφ. uf και of.
Επιφώνημα αποστροφής ή αγανάκτησης ό.π.τ. : Ουφ, πολύ βρωμεί! (Ουφ, πολύ βρωμάει) Γούρδ. -Καράμπ. Ατζ̑εί, φότες 'ναπαούσανdε, 'νεστέναξε ο νομάτ'ς τζ̑' είπεν τι "όφ!» (Εκεί, καθώς αναπαύονταν, αναστέναξε ο άνθρωπος και είπε «Ούφ!») Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Γιορούλντ'σα και "όφ!» είπα (Κουράστηκα και είπα «Ούφ!») Φλογ. -ΚΜΣ-CD Ουφ ανάθεμά σας, τι ποίκετ' εδώ μέσα; (Ουφ ανάθεμά σας, τι κάνατε εδωμέσα;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ε, ωχ, αμάν