ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ωχ (επιφ.) ωχ [ox] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. Μεσν. επιφών. ὤχ, απώτερα ηχομιμητ.
Δηλώνει έντονη δυσαρέσκεια ή αδιαφορία ή χαρά ό.π.τ. : Φόρτουσιν σας, ντοϊστούρ'σιν εσάς, ωχ ωχ Παναγία μου (Σας το φόρτωσε, σας ανακάτεψε, ωχ ωχ Παναγία μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Ωχ για! Αραβαν., Γούρδ. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ε, ουφ, αμάν