ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ωσαργά (επίρρ.) ωσαργά [osarˈɣa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. ωσαργάς [osarˈɣas] Σινασσ. ώσαργας [ˈosarɣas] Φλογ. Από τη νεότ. φρ. ὣς ἀργά, πβ. Π.Ν. Διαθ. 1758 «ἀποὺ τὸ γιόμα ὣς ἀργὰ ἔκανε τὴ δουλειάν της».
Συνεχώς, από το πρωί ως το βράδυ ό.π.τ. : 'ς το καργιά μ' απάνω λάχ'τσε με και ωσαργά 'πόνεινε (Με κλώτσησε πάνω στην κοιλιά και συνεχώς πονούσε) Γούρδ. -Καράμπ. Ας ταχύ ωσαργά βόσ̑κεις και κείσαι (Συνεχώς περιφέρεσαι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μαγίζομε ώσαργας, δεν πιττά (Θερίζουμε από το πρωί ως το βράδυ, δεν τελειώνει, ενν. η δουλειά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Φυλέγνει να έρτ' Αγάπης, κανείς δεν φαίνεται, ώσαργας φύλεξεν, πάλι κανείς δε 'ναι (Περιμένει να έρθει ο Αγάπης, κανείς δεν φαίνεται, όλη μέρα περίμενε, πάλι κανείς δεν έρχεται) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Πβ. μερασαργά :1