ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ώρα (ουσ.) ώρα [ˈora] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ. νώρα [ˈnora] Φερτάκ. Από το αρχ. ουσ. ὥρα. Ο τύπ. νώρα με με αρκτ. [n] από συμπροφ. με το θηλ. άρθ. στην αιτ. και μετατόπιση των ορίων των μορφημάτων.
1. Μονάδα μέτρησης του χρόνου· διάστημα χρόνου που ισούται με το 1/24 της ημέρας Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ. : Απ' Μισ̑τί ντώεκα ώρες ήταν (Απείχε από το Μιστί 12 ώρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα ψεΐκα σην εβντομάδα το ’χα αυξήσει, ηύξησε την ημέρα, την ημέρα το ’χα αυξήσει, ηύξησε την ώρα (Τα μικρά παιδάκια μεγάλωσαν σε μιά μέρα όσο θα μεγάλωναν σε μιά βδομάδα, και όσο θα μεγάλωναν σε μιά μέρα, μεγάλωσαν σε μιά ώρα ) Φάρασ. -ΙΛΝΕ
2. Μέρος του χρόνου, χρονικό διάστημα κατά το οπ. κάτι γίνεται, συμβαίνει, υπάρχει, ισχύει κλπ. Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ. : Πότι γκαν έρσ̑ιτι ώρα μας σε πεσάνουμ' (Όποτε έρθει η ώρα μας θα πεθάνουμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ήτανε δύο συννύφ’τσες· η μία αγκλάdιζε από την κακιά ώρα και η άλλη δεν ξεύρισκε (Ήτανε δυο συννυφάδες· η μία καταλάβαινε πότε ήταν η κακιά ώρα και η άλλη δεν ήξερε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'τουν έρτ' ώρα να με τραβείτ' απάν' απάν', να τραβήσω τσόι τρία σεβέρια και ν' αγλαΐτ' για να με βγάλετ' όξω (Όταν έρθει η ώρα να με τραβήξετε πάνω πάνω, θα τραβήξω το σχοινί τρεις φορές και θα καταλάβετε για να με βγάλετε έξω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ || Φρ. Τσην ώρα (Την ώρα˙ Προ ολίγου) Αραβαν. -Dawk. Τσ̑ην ώρα (την ώρα˙ προ ολίγου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Άλλ' 'να ώρα (Άλλη μιά ώρα˙ Ἀλλη χρονική στιγμή) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ώρα καλή Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αραλίκι, ταρός
β. Συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ημέρας Μισθ., Σίλ. : Ώρα τσο 'ν' τ' είναι; (Τι ώρα είναι; ) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Ώρα τρία ξύπ'σιν ντου κορίτσ' (Στις τρεις η ώρα ξύπνησε η κοπέλα (για να ετοιμαστεί για την τελετή του γάμου της)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Ως επίρρ., τώρα, πριν λίγο Φερτάκ. Συνών. σαάτι