ωμός
(επίθ.)
ωμός
[oˈmos]
Φάρασ.
ωμό
[oˈmo]
Μισθ.
Από το αρχ. επίθ. ὠμός (στην σημ. 1).
1. Ωμός, άψητος, μη μαγειρεμένος
Μισθ.
:
Ωμό κιριάς ντε τρωιζιέδι
(Ωμό κρέας δεν τρώγεται )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αβιαλντάν πηάιξαμ' παχλά, ωμά παχλά, φρούτα, ναι· ντιαρά πηάζ'νι ούλα ξερά καρποί
(Παλιά πηγαίναμε φασόλια, άψητα φασόλια, φρούτα, ναι· τώρα πηγαίνουν όλοι ξηρούς καρπούς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
άψητος :1
2. Νωπός, φρέσκος
Μισθ.
:
Γάλα ωμό
(Γάλα φρέσκο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
κρύος :2, σημερινός :3, ταζός :2, χλωρός
3. Μτφ., άπειρος
Φάρασ.
:
Είσ' ωμός, 'α ψηθείς
(Είσαι άπειρος στη δουλειά, θα "ψηθείς»)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
ωμός :3