ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ωμός (επίθ.) ωμός [oˈmos] Φάρασ. ωμό [oˈmo] Μισθ. Από το αρχ. επίθ. ὠμός (στην σημ. 1).
1. Ωμός, άψητος, μη μαγειρεμένος Μισθ. : Ωμό κιριάς ντε τρωιζιέδι (Ωμό κρέας δεν τρώγεται ) Μισθ. -Κοτσαν. Αβιαλντάν πηάιξαμ' παχλά, ωμά παχλά, φρούτα, ναι· ντιαρά πηάζ'νι ούλα ξερά καρποί (Παλιά πηγαίναμε φασόλια, άψητα φασόλια, φρούτα, ναι· τώρα πηγαίνουν όλοι ξηρούς καρπούς) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. άψητος :1
2. Νωπός, φρέσκος Μισθ. : Γάλα ωμό (Γάλα φρέσκο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. κρύος :2, σημερινός :3, ταζός :2, χλωρός
3. Μτφ., άπειρος Φάρασ. : Είσ' ωμός, 'α ψηθείς (Είσαι άπειρος στη δουλειά, θα "ψηθείς») Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. ωμός :3