ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ώσπου (σύνδ.) ώσπου [ˈospu] Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ. 'σόπου [ˈsopu] Αφσάρ., Φάρασ. Από τους μεσν. σύνδ. ὡσόπου και ὥσπου (< φρ. ἕως ὅπου).
Μέχρις ότου, για όση ώρα ό.π.τ. : Ώσπου να πεσάνει να 'νι χισμακιάρης του (Μέχρι να πεθάνει, θα είναι υπηρέτης του) Σίλ. -Αρχέλ. Kόρη του βαβάν τζ̑ης βλέπει του, ώσπου να νάρτει (Η κόρη του περιμένει τον πατέρα της, ώσπου να'ρθει) Σίλ. -Dawk. Ώσπου να βγει το Σαρακοστή, κιριάς στο στόμα σας δεν να πάριτ' (Ώσπου να βγει η Σαρακοστή, κρέας στο στόμα σας δεν θα βάλετε) Γούρδ. -Καράμπ. Κάκα μ’ έδωκε με το κλειρί και παρήγγειλέ με να μη φοβηχώ ώσπου να έρτσει (Η γιαγιά μου μου έδωσε το κλειδί και μου παρήγγειλε να μην φοβηθώ μέχρι να έρθει) Γούρδ. -Καράμπ. Γρύχιξαν, γρύχιξαν, ώσπου να βγει ντου λερό απ'κάτ' (Έσκαβαν, έσκαβαν, ώσπου να βγει το νερό από κάτω ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ 'σόπου δεβαίνει ο ταρός, 'φξά (Όσο περνά ο καιρός μεγαλώνει) Αφσάρ. -Αναστασ. || Παροιμ. Ο γνωστικός ώσπου να συλλογισθεί, ο τζανός χτυπά και φεύγει (Ο γνωστικός μέχρι να συλλογιστεί, ο τρελός χτυπά και φεύγει˙ ο σχολαστικός ώσπου να πάρει μιά απόφαση, ο τολμηρός πραγματοποιεί αυτό που θέλει) Σινασσ. -Αρχέλ. Το γαϊρίδι σόπου 'άν’dα τσ̑εντείς πολύ, για 'α σε σ̑έσει, για 'α σε 'αχτίσει (Το γαϊδούρι, όσο το τσιγκλάς πολύ, ή θα σε χέσει ή θα σε κλοτσήσει˙ η υπομονή έχει και τα όρια της) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. όσος :3, όταν :3, σαν, σώστου