ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ώδε (επίρρ.) ώδε [ˈoðe] Φάρασ. ωδέ [oˈðe] Φάρασ. Από το αρχ. επίρρ. ὧδε = έτσι. Η σημ. ‘εδώ’ μεταγν.
Εδώ ό.π.τ. : Ε ωδέ να με παραδεβάσ' λαΐκκο, να φυ η χολή μου (Έλα εδώ να με παρηγορήσεις λίγο, να φύγει η οργή μου) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. αντά :1, γη, εδά :1, εδώ :1, τσαού