ώδε
(επίρρ.)
ώδε
[ˈoðe]
Φάρασ.
ωδέ
[oˈðe]
Φάρασ.
Από το αρχ. επίρρ. ὧδε = έτσι. Η σημ. ‘εδώ’ μεταγν.