ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εδά (επίρρ.) εδά [eˈða] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Φλογ., Χαλβάντ. ετά [eˈta] Τροχ. εγιά [eˈʝa] Αξ., Τροχ. ερά [eˈra] Αραβαν., Γούρδ. ιδά [iˈða] Φλογ. ιζά [iˈza] Σεμέντρ. 'γά [ɣa] Μισθ. αδέ [aˈðe] Φάρασ. αδα̈́ [aˈðæ] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. 'ρά [ra] Σίλ. 'δέ [ðe] Φάρασ. Μεσν. επίρρ. ἐδά από το αρχ. επίρρ. δή, ἤδη. Πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. αδά.
1. Ως τοπ. επίρρ., εδώ ό.π.τ. : Ανdά, εδά σο μεϊβά απάνω 'νdαι (Κοίτα, είναι πάνω εδώ στο δέντρο) Τελμ. -Dawk. Φύι απού 'γά (Φύγε από δω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κάτσε αδέ! (Κάτσε εδώ!) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'γώ 'δέ ενόμουνε περισ̑άνε (Εγώ εδώ έχω προβλήματα) Φάρασ. -Dawk. Ας το θέκω ιδά μεριά (Ας το βάλω εδώ στην άκρη) Φλογ. -Dawk. Εγώ ερά σο κουτί μέσα ήμουν (Εγώ εδώ μέσα στο κουτί ήμουν) Αραβαν. -Dawk. Με μένα τις χα με κρατήσει τσ̑αι μη με 'φήτσ̑ει να νάρτω αδέ; (Μα εμένα ποιος θα με κρατήσει και δεν θα με αφήσει να έρθω εδώ;) Φάρασ. -Παπαδ. 'στέρον είπεντι τω Θωμά: «Φέρ' το δακτύλ' σου αδέ τζαι γρέψε τα χέρε μου» (Ύστερα είπε στον Θωμά: «Φέρε το δάχτυλό σου και ψηλάφησε το χέρι μου» = Ιω. 20.27 Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου ΚΔ Ευ.Ιω.20.27) Φάρασ. -Lag. Ελά ετά, φέρ’ κι ένα τσ̑ούλ’ ας το ντέσουμ’ λίγο (Έλα εδώ, φέρε κι ένα κουρέλι να το δέσουμε λίγο (το τραύμα)) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Αδα̈́ 'σ' το μέρος (Εδώ από το μέρος˙ αποδώ) -Dawk. Το Χαλα̈́πι να ’ν’ ατσ̑εί, η αγκώνα έν’ αδα̈́ (Το Χαλέπι είναι εδώ, ο πήχυς είναι εκεί˙ ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Εδά 'μεναν Σαράκενοι, εδά 'μεναν κι οι Τούρκοι
Eδά μικροί μεγάλωσαν, μεγάλοι φέραν γένια
(Εδώ έμεναν Σαρακηνοί, εδώ έμεναν και οι Τούρκοι,
εδώ μικροί μεγάλωσαν, μεγάλοι έβγαλαν γένια)
Τελμ. -Dawk.Song.
Συνών. αντά :1, γη, εδώ, τσαού, ώδε
2. Ως χρονικό επίρρ., τώρα, ακριβώς σήμερα Τελμ. : Εδά σ̑ήμερα ήρτεν ένα γαϊρίπ' γκαι αραdίσ̑’ τα τρία γκϋζέλια (Σήμερα ήρθε ένας ξένος και έψαχνε τις τρεις χάριτες) Τελμ. -Dawk. Συνών. αντά
3. Ως άκλιτη δεικτική αντωνυμία ό.π.τ. : Μα 'ρά τ' παρά, κι 'γοράσ' τσ̑ονgιάν σέλ̑εις (Να αυτά τα λεφτά, και αγόρασε ότι θέλεις) Σίλ. -Dawk. Συνών. αυτός