αυτός
(αντων.)
αυτός, αυτσ̑ή, αυτό
[aˈftos, aˈftʃi, aˈfto]
Σίλ.
ετός, ετιά, ετό
[eˈtos, eˈtça, eˈto]
Σινασσ.
ατός
[aˈtos]
Φάρασ.
ατό
[aˈto]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
ετό
[eˈto]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
ετ-τό
[etˈto]
Φερτάκ.
εντό
[eˈdo]
Καππ.
ιτό
[iˈto]
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ.
ιτού
[iˈtu]
Μισθ.
ατά
[aˈta]
Μισθ.
ετά
[eˈta]
Αξ., Αραβαν., Σινασσ.
ιτά
[iˈta]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
'τιά
[tça]
Σίλ.
'τσ̑ά
[tʃa]
Σίλ.
'τιἀς
[tças]
Σίλ.
ατέ
[aˈte]
Φάρασ.
ατα̈́
[aˈtæ]
Φάρασ.
αdέ
[aˈde]
Φάρασ.
το
[to]
Καππ.
του
[tu]
Μαλακ., Μισθ.
ντo
[do]
Καππ.
Γεν.
του, τσ̑ης, του
[tu, tʃis, tu]
Σίλ.
του
[tu]
Καππ.
δου
[ðu]
Μισθ., Τσαρικ.
τ'
[t]
Καππ.
Αιτ.
τουν, τσ̑ην, το
[tun, tʃin, to]
Σίλ.
δου
[ðu]
Μισθ., Τσαρικ.
ατόνα
[aˈtona]
Φάρασ.
αντόνα
[aˈdona]
Φάρασ.
ατένα
[aˈtena]
Φάρασ.
αdένα
[aˈdena]
Φάρασ.
ετάνα
[eˈtana]
Σινασσ.
Πληθ.
ατιά
[aˈtça]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φάρασ.
ατούρα
[aˈtura]
Μισθ.
ετιά
[eˈtça]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
ετ-τά
[etˈta]
Φερτάκ.
ετσ̑ά
[eˈtʃa]
Γούρδ., Φερτάκ.
ιτιά
[iˈtça]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
ιτσ̑ά
[iˈtʃa]
Ουλαγ.
ιτούρα
[iˈtura]
Μισθ.
ετάγια
[eˈtaʝa]
Ποτάμ.
'ταγιά
[taˈʝa]
Ποτάμ., Σίλ.
τιγιά
[tiˈʝa]
Σίλ.
τσιγιά
[tsiˈʝa]
Σίλ.
τα
[ta]
Καππ.
ντα
[da]
Καππ.
Πληθ. Γεν.
αυτουνώς
[aftuˈnos]
Σίλ.
αυτουνούς
[aftuˈnus]
Σίλ.
ιτσ̑αρώ
[itʃaˈro]
Ουλαγ.
τϋτσ̑αρού
[tytʃaˈru]
Φερτάκ.
τωνε
[tone]
Καππ.
τoυνε
[tune]
Ανακ.
τ'νε
[tne]
Αξ., Μισθ.
Πληθ. Αιτ.
αυτσ̑οί, αυτές
[aˈftʃi, aˈftes]
Σίλ.
τους, τες, τα
[tus, tes, ta]
Σίλ.
ατιάς
[aˈtças]
Φάρασ.
ατιάνα
[aˈtçana]
Φάρασ.
Από την αρχ. αντων. αὐτός. Η σημ. 3 μεταγν. Ο τύπ. ατός μεσν. Ο τύπ. ετό με ε- αναλογ. κατά την αντων. εκείνος. Oι τύπ. ατιά κ.τ.ο. πιθ. από το αυτός > αυτειός αναλογ. κατά το εκειός (< εκείνος). Οι τύπ. το, τα εγκλιτικοί. Η αντων. είναι άκλιτη στην Καππαδοκία. Για την κλίση βλ. Dawkins (1916: 50, 120, 173- 174, Κωστάκης 1968: 71-74) και για την σύνταξη Αναστασιάδης (1976: 140-147, 154-157).
1. Ουσιαστικά, ως γ΄ πρόσωπο εν. και πληθ. της προσωπ. αντωνυμίας· οι ισχυροί τύπ. εμφατικά ή αντιδιασταλτικά
ό.π.τ.
:
Αυτό λαεί όλους κόσμους
(Αυτό το λέει όλος ο κόσμος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ατό γιαΐ γκαλαdζεύ' 'σόνι τα καλά τα μισ̑ώτικα;
(Αυτός γιατί μιλά τόσο καλά τα μιστιώτικα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αdένα σαμ' αν ντα κοδιdζ̑είς, γροικά
(Αν και τον καταδίκασες, καταλαβαίνει)
Φάρασ.
-Dawk.
Αγκλαΐζεις ατό ντου ψάλλεις;
(Καταλαβαίνεις αυτό που διαβάζεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ατό τσι ιτά 'ντάμα μποίκαν ιτό ντου σ̑έι
(Αυτός κι αυτή μαζί κάνανε αυτό το πράγμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εγώ ατό σάνω το καλά
(Εγώ αυτό το κάνω καλά)
Φλογ.
-Dawk.
Ιτσ̑ά φικαρέ ήταν
(Αυτοί ήταν φτωχοί)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Tσ̑ις το έπ'κεν;
(Ποιος το έκανε;)
Τελμ.
-Dawk.
Άνοιξέν ντο κι έψαλέν ντo
(Το άνοιξε και το διάβασε)
Τελμ.
-Dawk.
Εκεινιά γκοβολάτσ̑αν ντo
(Εκείνα το έδιωξαν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Έδεσαν ντο 'ς ένα ιτέν' απ'κάτω να βοσ̑κήσ̑' ντεγί
(Το έδεσαν κάτω από μιά ιτιά για να βοσκήσει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εμείς δεν το είδαμ'
(Εμείς δεν το είδαμε)
Ανακ.
-Cost.
Λαεί του
(Του λέει)
Σίλ.
-Dawk.
Ξέβαλέν ντου πιστικός
(Τον έκανε βοσκό)
Μισθ.
-Dawk.
Έχω τα
(Το έχω)
Φάρασ.
-Dawk.
Τζ̑ο μπουά μες τα;
(Δεν μας το πουλάς;)
Φάρασ.
-Dawk.
Είπα τα σε
(Σου το είπα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Είπεν ντα 'ς εκείνο
(Τα είπε σε κείνον)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έπεν ντα ήτον
(Το είχε πει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τα είπεν την πενdάμορφη
(Το είπε στην πεντάμορφη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ντογρού τα σέκ'
(Βάλ' τα ίσια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
- Τι κ͑αλαbαλι̂́χ' 'ναι εντό; - Πεθανέ βασ̑ιλιό μας· και να μποίκουμε ένα βασ̑ιλιός
(- Γιατί αυτός εδώ ο κόσμος είναι μαζεμένος; - Πέθανε ο βασιλιάς μας και θα κάνουμε κάποιον βασιλιά)
Φλογ.
-Dawk.
|| Φρ.
Έχ̑' μάτ' 'ς ετό
(Έχει μάτι σ' αυτήν˙ την αγαπά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντίνω το 'ς τα χέρια
(Τον δίνω στα χέρια˙ τον προδίδω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήρτεν ντο ύπνος
(Του ήρθε ύπνος˙ νύσταξε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Μο το χουλι-έρι δίτ͑' με, μο την γκρατούνα παίρ' τ͑α
(Με το κουτάλι μού το δίνει, με την κουτάλα μού το παίρνει˙ το καλό που μου έκανε του το ακριβοπληρώνω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αντί γι'άδι 'λιμέζει τα
(Σαν αγελάδα τον αρμέγει˙ τον εκμεταλλεύεται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Οι αδύνατοι τύπ., και επαναληπτικά
ό.π.τ.
:
Του μάνα μ' καλά να του τρανείς, να του φαγείς, να του κοιμείς
(Την μάνα μου καλά να την κοιτάξεις, να την ταΐσεις, να την κοιμίσεις
)
Μαλακ.
-Dawk.
Τσ̑η σ̑ύρα καλά τσ̑η κλείσε
(Την πόρτα κλείσε την καλά
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Την κόρη μου τζ̑ο δίτω σε τα
(Την κόρη μου δεν σου την δίνω
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ντου παιί είπιν δου αλτούν τόπ'
(Το παιδί τους το αποκαλούσαν χρυσό τόπι
)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Παροιμ.
Τα μαλλία σου σο μύο ήσπρισές τα;
(Τα μαλλιά σου στον μύλο (από το αλεύρι) τα άσπρισες;
˙
για γέρους που επιδείκνυαν απειρία και επιπολαιότητα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
γ.
Επαναληπτικά, αυτός ο ίδιος
Φάρασ.
:
'μείς οι Ρωμοί πάλι προσ̑τζυνάμεν ατό το Θεό, οι Τούρτζ̑οι πάλι ατό το Θεό
(Εμείς οι Ρωμιοί προσκυνούμε αυτόν τον Θεό, οι Τούρκοι πάλι αυτόν τον ίδιο Θεό
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
δ.
Οι αδύνατοι τύπ. σε φράσεις, ως στοιχεία κενά, άνευ αναφοράς
Ανακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
:
Σέμα σα εβδομήνdα· να το μουλώσω;
(Μπήκα στα εβδομήντα· να το βουλώσω;
)
Ανακ.
-Cost.
Μάνα, χάσεις τα μ'
(Μάνα, τα έχασες;
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Η γναίκα τ', όταν είδιεν τόσα πολλά παράδια, κόνdευε να τα χάσ'
(Η γυναίκα του, όταν είδε τόσα πολλά λεφτά, κόντευε να τα χάσει
)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Χάσαν ντα, τρων απενανdάλλο
(Τα έχουν χάσει, αλληλοτρώγονται
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Σε γεν. πτώση, χρησιμοποιείται ως κτητ. αντων.
ό.π.τ.
:
Απιριού του σάπιν ντου
(Το κοτσάνι του απιδιού)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έρσ̑ιτι παιρίν τζης οπ' χωριό, πηγαίνει τ' αχόρι να ρήσ̑ει χαϊβάνιν ντου
(Έρχεται ο γιος της από το χωριό, πάει στον στάβλο να δέσει το ζώο του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Νύφη τ'
(Η νύφη του)
Αξ.
-Dawk.
Ντάσκαλε τ'
(Ο δάσκαλός του)
Φερτάκ.
-Dawk.
Ομουσ̑ίγεζ- ου-τ'
(Οι γείτονές τους)
Αξ.
-Dawk.
Γάμος- ı-τ'
(Ο γάμος του)
Ουλαγ.
-Dawk.
Χερίφος- ι-τ'
(Ο σύζυγός της)
Ουλαγ.
-Dawk.
'ς τα δύο ημέρες χάθη ο νταντάς τούνε
(Σε δύο μέρες πέθανε ο πατέρας τους)
Φάρασ.
-Dawk.
Έπαιραν ντα ναίκα τ'νε
(Πήραν τις γυναίκες τους)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Νύφη τ'νε
(Η νύφη τους)
Αξ.
-Dawk.
Μάνι 'τ'νε
(Οι μάνες τους)
Μαλακ.
-Dawk.
Φυλλάdες- ί-τ'νε
(Τα βιβλία τους)
Φερτάκ.
-Dawk.
κ͑αρıνdζ̑αγιού το κ͑ανάτ' πέτασέν ντο ιτσ̑αρώ μέσα
(Πέταξε το φτερό του μυρμηγκιού στο μέσο αυτουνού)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πούλ' με, έπαρ' ντα παράγια τ'
(Πούλησε με και πάρε τα λεφτά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τατιαρώ d΄ όργου 'νι
(Αυτονών δουλειά είναι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Αφήνω τ' νάκρα τ'
(Αφήνω την άκρη του˙ παραιτούμαι από κάτι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ασ' τα χέρια τ' έρχεται
(Από τα χέρια του έρχεται˙ μπορεί, είναι ικανός)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
σ̑ύφτασαν 'ς σα μουρατσ̑άν τουν
(Έφτασαν στις επιθυμίες τους˙ Πέτυχαν αυτό που ποθούσαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Σ̑αφτίσανε τ' άστρα μπρον ντου
(Αστράψανε τα άστρα μπροστά του˙ είδε "αστεράκια», ζαλίστηκε, επειδή έφαγε δυνατό χαστούκι ή χτύπημα στο κεφάλι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αραdi̒ζ̑' ψοφισμέν' άλογα να βγάλ' τα πέτ-ταλα τ'νε
(Γυρεύει ψόφια άλογα για να βγάλει τα πέταλά τους˙ Προσπαθεί να κερδίσει από τις ατυχίες άλλων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Εγώ νουνά των ας γίνω, τα στεφάνια ας πιάσω
(Εγώ κουμπάρα τους ας γίνω, ας πιάσω τα στέφανα του γάμου)
Τελμ.
-Lag.
β.
Kαι σε συνδυασμό με τη γεν. του άρθρ. για έμφαση ή αντιδιαστολή
Φάρασ.
:
Του 'του ο γιος
(Ο δικός του γιος
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Τουν ετώ ο γιος
(Ο δικός τους γιος
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Του 'τιώ η κόρη
(Η δική τους κόρη
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
3. Ουσιαστικά και επιθετικά, ως δεικτική αντωνυμία που δηλώνει κοντινή δείξη
ό.π.τ.
:
Α! Ντεν 'ίνεται εντό
(Α! Δεν γίνεται αυτό)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αυτός άρτουπους σεμπέμπης ‘ένηκι αυτό το κιοτουλού
(Αυτός ο άνθρωπος έγινε η αιτία γι' αυτό το κακό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Αντέ ντο γέρο μποίκ' ντα δεκαπέντε χρονὠ ντελιγκανούς
(Αυτόν τον γέρο μεταμορφώστε τον σε 15χρονο νεαρό)
Φάρασ.
-Dawk.
Ετό το 'ρχεται το παιδί εμείς ντόμουσ̑καμ' να το φάμ'· εσείς φάτε το
(Αυτό το παιδί που έρχεται εμείς δεν μπορούσαμε να το φάμε· εσείς φάτε το)
Σίλ.
-Dawk.
Ίτο καλοσ̑ύν' ποίκες του εμένα, να ποίκου τζ̑ι ένα καλοσ̑ύν' εσένα
(Γι' αυτή την καλοσύνη που μου έκανες θα σου κάνω και μιά καλοσύνη)
Μισθ.
-Dawk.
Ετό το λόγο λες με το να με παρηγορήσεις
(Αυτά τα λόγια μού τα λες για να με παρηγορήσεις)
Σινασσ.
-Αναστασ.
Ατέ του με ηφάρετε το χαρτίο παλί λέ'
(Αυτό το γράμμα που μου φέρατε, λοιπόν, λέει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Αντιά τα παπούτσα μου κρεμάσ' τα σην αντόκωση
(Αυτά τα παπούτσια μου κρέμασέ τα στο δοκάρι της οροφής)
Φάρασ.
-Dawk.
Τρώνκανε ατιά οι νομάτοι το κρα̈ σου
(Αυτοί οι άνθρωποι τρώγανε το κρέας σου)
Φάρασ.
-Dawk.
Ιτά εποχή κλείνιξαν σκόλιις, κλώιξαμ' σου γιαζού
(Τέτοια εποχή έκλειναν τα σχολεία, τριγυρνούσαμε στον κάμπο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ετό τι το λένε;
(Αυτό πώς το λένε;)
Ανακ.
-Cost.
'τιάς άρτουπους
(Αυτός ο άνθρωπος)
Σίλ.
-Dawk.
Αντένα φσάκ', ψήσ' τα· να υπάγω πάλι, να νάρτω, ν'τα φάω
(Αυτό σκότωσε το, μαγείρεψέ το. Θα ξαναφύγω· θα επιστρέψω να το φάω )
Φάρασ.
-Cost.
Απαπού τα πήρες ταγιά τα γεμέκια;
(Από πού τα πήρες αυτά τα φαγητά;)
Ποτάμ.
-Dawk.
Τσ̑ιπ ατα̈́ του θωρείς τα μάνα τα ζόρα̈́ τα πεϊκίρα
(Όλα αυτά τα δυνατά άλογά μου που βλέπεις)
Φάρασ.
-Bağr.
Λέω σ' ιτιά μέρις να πάου
(Λέω να πάω αυτές τις μέρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'τιάς κατ' γεβαίν' οπόξου, τσ̑ις έν';
(Αυτός που περνάει απ' έξω, ποιος είναι;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ετάγια τα λόγια τι τα θέλεις αδαρά;
(Αυτά τα λόγια τι τα θέλεις τώρα;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
τούτος