αυγίτσα
(ουσ. θηλ.)
'βγίτσα
[ˈvʝitsa]
Φάρασ.
'βγίdζα
[ˈvʝidza]
Φάρασ.
αυίτσα
[aˈvitsa]
Φάρασ.
αυίdζα
[aˈvidza]
Φάρασ., Φκόσ.
ευίτσα
[eˈvitsa]
Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ.
ευίτσ̑α
[eˈvitʃa]
Φάρασ.
ευίdζα
[eˈvidza]
Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεσν. ουσ. αὐγίτσα, υποκορ. του αὐγή, όπου και τύπ. ευή, νευγή.
1. Αυγή, ο χρόνος κατά τον οπ. ανατέλλει ο ήλιος, πρωί
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Το βραδινό σου τ' όργο σην ευίτσα μην τ' αφήν'
(Το βραδινό σου έργο στην αυγή μην το αφήνεις˙ μην αφήνεις για την επόμενη μέρα την δουλειά που πρέπει να κάνεις την προηγούμενη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αυγή :1, φώτισμα :1, χάραμα :1
2. Ως επίρρ. στην αιτιατ., τα χαράματα ή γενικότ. το πρωί
ό.π.τ.
:
Σηκώθανε την ευίdζα, ξημέρεψε
(Σηκωθήκανε το πρωί, ξημέρωσε)
Φάρασ.
-Dawk.
Σηκώθην τε την ευίdζα
(Σηκώθηκε από το πρωί)
Φάρασ.
-Dawk.
Το καdζ̑ί ποίκαμέν τα μο του χωρού τα δύο τις δημογερονdίες 'ψα σαμ' ήρτα, αργά τη νιέχτα, τζ̑αι 'γνες σήμερον την ευίτσα
(Την συμφωνία την κάναμε με τις δύο δημογεροντίες του χωριού χθες βράδυ, όταν ήρθα αργά την νύχτα, και ξανά σήμερα την αυγούλα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Του παγαίνκινι αdζ̑εί, σως την ευίdζα ψοφάνκινι
(Αυτός που πήγαινε εκεί, μέχρι το πρωί πέθαινε)
Αφσάρ.
-Dawk.
Την ευίdζα σηκώθαμ', ξείλτσαμ' 'ς α χαϊτζή
(Τα χαράματα σηκωθήκαμε, φτάσαμε σ' ένα ίσωμα)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
'φότες χα νάρτεις, 'ς ήρτις την ευίτσ̑α
(Αφού ήτανε νά 'ρθεις, ας ερχόσουνα το πρωί)
Φάρασ.
-Bağr.
|| Παροιμ.
Τε την ευίτσα στάσ̑υ έμbη σο 'φτάλμι σου;
(Μα από το πρωί σου μπήκε στάχυ στο μάτι;˙ Χρησιμοποιούνταν για τους αγουροξυπνημένους γκρινιάρηδες ή για όσους πήγαιναν γυρεύοντας )
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο Θεός σως την ευίτσα τα πέτεγα φτένει τα καρφία τσ̑αι τα καρφία πέτεγα
(Ο Θεός ως την αυγή τα πέταλα τα κάνει καρφιά, και τα καρφιά πέταλα˙ δεν πρέπει να απελπιζόμαστε, επειδή ο Θεός είναι παντοδύναμος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το βραδύ βόρ' τα, την ευίτσα 'λβάρ' τα
(Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα˙ κάθε εργασία πρέπει να γίνει την κατάλληλη ώρα·λεγόταν, επειδή το βράδυ που δεν φυσούσε ήταν κατάλληλη ώρα για το λίχνισμα ενώ με το φως του ήλιου γινόταν το κοσκίνισμα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Έσυρεν τζ̑αι δώτσε τζ̑αι α γεσ̑ίλι
χτες την ευίτσα σον Εζ-Βασίλη (Τουφέκισε και σκότωσε μιά αγριόπαπια
χθες την αυγούλα του Άη-Βασίλη) -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. αποταχύ, αυγή :2, σάμπαχτα, φώτισμα :1, σαμπαχλαϊνά, χάραμα :1
χτες την ευίτσα σον Εζ-Βασίλη (Τουφέκισε και σκότωσε μιά αγριόπαπια
χθες την αυγούλα του Άη-Βασίλη) -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. αποταχύ, αυγή :2, σάμπαχτα, φώτισμα :1, σαμπαχλαϊνά, χάραμα :1