αυτού
(επίρρ.)
αυτού
[aˈftu]
Σίλ.
ατιού
[aˈtʝu]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ.
Από το αρχ. επίρρ. αὐτοῦ = ακριβώς εκεί. Η απλοποίηση [ft > t] ήδη νεότ., βλ. Λεξ. Κριαρ. λ. αὐτοῦ) καθώς και σε διάφορες ν.ε. διαλέκτους (βλ. ΙΛΝΕ, λ. αυτού). Βλ. και λ. εκεί, όπου και τύπ. ατσ̑ού αναλογ.
Εκεί
ό.π.τ.
:
Τι σ̑άνεις ατιού, μάνα;
(Τι κάνεις εκεί, μάνα;)
Φερτάκ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Κάτσ̑ι, κόρη, τσ̑αν-νή μ' είσου; Αυτού τ' μπαίνει, άλλ' ρε βγαίνει
(Κάθισε, κόρη, είσαι τρελή; Όποιος μπαίνει εκεί, πια δεν βγαίνει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να σε ειπώ, ξανθή κόρη: ατιού στρατιώτας είδιες; (Να σου, κόρη ξανθή: εκεί είδες στρατιώτες;) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. εκεί, εκειά
(Κάθισε, κόρη, είσαι τρελή; Όποιος μπαίνει εκεί, πια δεν βγαίνει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να σε ειπώ, ξανθή κόρη: ατιού στρατιώτας είδιες; (Να σου, κόρη ξανθή: εκεί είδες στρατιώτες;) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. εκεί, εκειά