ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εκειά (επίρρ.) εκειά [eˈca] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. ικειά [iˈca] Μαλακ., Σίλ., Φλογ. 'κειά [ca] Ποτάμ., Σίλ. 'τσ̑ά [tʃa] Φάρασ. ουτσ̑ά [u'tʃa] Σίλ. τσουτσά [tsuˈtsa] Σίλ. Μεσν. επίρρ. ἐκειά, από το επιρρ. εκεί και το δεικτ. στοιχείο .
1. Ως τοπ. επίρρ., εκεί ό.π.τ. : Εγώ να πάω εκειά γαρσ̑ού στο ψελάγ̑' (Εγώ θα πάω εκεί αντίκρυ σ' εκείνο το ύψωμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σέκ' του ικειά (Βάλ' το εκεί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ουτσ̑ά κάτι (Εκεί κάθεται) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ασ' το πρωί κόπαν τα γόνατά μ', τρέξε εδά, τρέξε εκειά (Από το πρωί κόπηκαν τα γόνατά μου, τρέξε εδώ, τρέξε εκεί) Σινασσ. -Τακαδόπ. Άμε ικειά, κείται ένα ψοφισμένο σκυλί, να το παρπάς στο φούρνο να το κάψ' (Πήγαινε εκεί, είναι ένα ψόφιο σκυλί, να το πάς στο φούρνο να το κάψεις) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. 'τσ̑α στο μέρο (Εκεί στο μέρος˙ αποκεί) -Ανδρ. Συνών. αυτού, εκεί
2. Ως άκλιτη δεικτική αντωνυμία ό.π.τ. : Έπαρ' εκειά τ' αγκάλ' κι έλα (Πάρε εκείνο το δεμάτι κι έλα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'κειά τ' τσ̑οσ̑μέ (Eκείνη η βρύση) Σίλ. -Κωστ.Σ. Εκειά του Κοκώνας το κορίτσ' η Μαλαματένια τίχαλο έν'; (Εκείνη η κόρη της Κοκώνας, η Μαλαματένια, τι λογής είναι;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ελ', ας μούμ' εκειά ’ς οdά (Έλα, ας μπούμε σ' εκείνο το δωμάτιο) Σίλατ. -Dawk. || Ασμ. Κρίμαν εκειά το κορασιό στον χαμένον οπίσω (Κρίμα εκείνο το κορίτσι καβάλα πίσω από τον πεθαμένο) Σινασσ. -Lag. Συνών. εδεκείνος, εκεί, εκείνος, ντεχά