εκειά
(επίρρ.)
εκειά
[eˈca]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ.
ικειά
[iˈca]
Μαλακ., Σίλ., Φλογ.
'κειά
[ca]
Ποτάμ., Σίλ.
'τσ̑ά
[tʃa]
Φάρασ.
ουτσ̑ά
[u'tʃa]
Σίλ.
τσουτσά
[tsuˈtsa]
Σίλ.
Μεσν. επίρρ. ἐκειά, από το επιρρ. εκεί και το δεικτ. στοιχείο -ά.
1. Ως τοπ. επίρρ., εκεί
ό.π.τ.
:
Εγώ να πάω εκειά γαρσ̑ού στο ψελάγ̑'
(Εγώ θα πάω εκεί αντίκρυ σ' εκείνο το ύψωμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σέκ' του ικειά
(Βάλ' το εκεί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ουτσ̑ά κάτι
(Εκεί κάθεται)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ασ' το πρωί κόπαν τα γόνατά μ', τρέξε εδά, τρέξε εκειά
(Από το πρωί κόπηκαν τα γόνατά μου, τρέξε εδώ, τρέξε εκεί)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Άμε ικειά, κείται ένα ψοφισμένο σκυλί, να το παρπάς στο φούρνο να το κάψ'
(Πήγαινε εκεί, είναι ένα ψόφιο σκυλί, να το πάς στο φούρνο να το κάψεις)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
'τσ̑α στο μέρο
(Εκεί στο μέρος˙ αποκεί)
-Ανδρ.
Συνών.
αυτού, εκεί
2. Ως άκλιτη δεικτική αντωνυμία
ό.π.τ.
:
Έπαρ' εκειά τ' αγκάλ' κι έλα
(Πάρε εκείνο το δεμάτι κι έλα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'κειά τ' τσ̑οσ̑μέ
(Eκείνη η βρύση)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Εκειά του Κοκώνας το κορίτσ' η Μαλαματένια τίχαλο έν';
(Εκείνη η κόρη της Κοκώνας, η Μαλαματένια, τι λογής είναι;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ελ', ας μούμ' εκειά ’ς οdά
(Έλα, ας μπούμε σ' εκείνο το δωμάτιο)
Σίλατ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Κρίμαν εκειά το κορασιό στον χαμένον οπίσω
(Κρίμα εκείνο το κορίτσι καβάλα πίσω από τον πεθαμένο)
Σινασσ.
-Lag.
Συνών.
εδεκείνος, εκεί, εκείνος, ντεχά