ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εκειθενός (επίθ.) Ουδ. Πληθ. κ'θενά [kθeʹna] Σινασσ. Από το επίρρ. εκείθε και το παραγωγ. επίθμ. -νός.
Το ουδ. πληθ. ως ουσ., εσωτερικό δωμάτιο που χρησιμεύει ως αποθήκη : Κοίμησέν doνε στα κ'θενά τους (Τον κοίμησε στην αποθήκη τους) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ήμουνα στα κ'θενά και σύνιαζα χοβόλ' (Ήμουνα στην αποθήκη και μάζευα κοπριά) Σινασσ. -Τακαδόπ.
Τροποποιήθηκε: 09/08/2025