εκειθενός
(επίθ.)
Ουδ. Πληθ.
κ'θενά
[kθeʹna]
Σινασσ.
Από το επίρρ. εκείθε και το παραγωγ. επίθμ. -νός.
Το ουδ. πληθ. ως ουσ., εσωτερικό δωμάτιο που χρησιμεύει ως αποθήκη
:
Κοίμησέν doνε στα κ'θενά τους
(Τον κοίμησε στην αποθήκη τους)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ήμουνα στα κ'θενά και σύνιαζα χοβόλ'
(Ήμουνα στην αποθήκη και μάζευα κοπριά)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τροποποιήθηκε: 09/08/2025