ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εκεί (επίρρ.) εκεί [eˈci] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ. εgεί [eˈɟi] Φλογ. ικεί [iˈci] Σίλ., Φλογ. ιgεί [iˈɟi] Φλογ. 'κεί [ci] Σίλ. 'τζ̑εί [ʤi] Φάρασ. ατσ̑εί [aˈtʃi] Κίσκ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. εκειού [eˈcu] Αραβ., Σεμέντρ., Τελμ., Τροχ. ακειού [aˈcu] Σεμέντρ., Φλογ. ατσ̑ού [aˈtʃu] Αραβαν., Ουλαγ., Τροχ. εκού [eˈku] Ουλαγ., Τελμ. εκά [eˈka] Ουλαγ. ’τσ̑ού [tʃu] Μισθ. Αρχ. επίρρ. ἐκεῖ. Ο τύπ. εκά αναλογ. κατά το εδώ-εδά. Oι τύπ. εκού, ατσ̑ού αναλογ. κατά τα αυτού-ιτού-ιδού.
1. Ως τοπ. επίρρ., δηλώνει μακρινή δείξη, εκεί Καππ. : Εκού τράν'σ', εκεί έν' ένα πολλά κονάκια (Εκεί κοίταξε, εκεί είναι πολλά σπίτια) Ουλαγ. -Dawk. Μάνα μ' εκεί στο χωριό μας τι σ̑άν'; (Η μάνα μου εκεί στο χωριό τι κάνει;) Αξ. -Dawk. Κάτσε ατσ̑εί σώστου να βραδύνει (Κάτσε εκεί μέχρι να βραδυάσει) Φάρασ. -Dawk. Τι κείται εκειού απάν' και τρανάς και γελάς; (Τι είναι εκεί πάνω και κοιτάς και γελάς;) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. qoύρτογλου κόρ' ακειού 'ναι με; (Η κόρη του Κούρτογλου είναι εκεί;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σ’ ένα ερυό μήνες να έρτσει ατσ̑ού ανεψιό μ’ Χαρελέμης (Σ' ένα δυό μήνες θα έρθει εκεί ο ξάδερφός μου ο Χαραλάμπης) Αραβαν. -Φωστ. Εσ̑ύ ατσ̑ού σο κ͑ουτί μέσα ντεμ μπορείς να χωρέεις (Εσύ εκεί μέσα σ' αυτό το κουτί δεν μπορείς να χωρέσεις) Αραβαν. -Dawk. Πήις 'τσ̑ού κάτ’ σα κόμματα; (Πήγες εκεί κάτω στα χωράφια;) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ύστερα ιgεί το βρίσ̑κεται το qαλαbαλι̂́χ, ούλα τρέχ'νε κατόψα τ' (Ύστερα όλος ο κόσμος που βρίσκεται εκεί, όλοι τρέχουν ξοπίσω του) Φλογ. -Dawk. Να πάω ατσ̑ού και 'ς τ’ άλλο το-ι-βουνί (Θα πάω εκεί και στο άλλο το βουνό) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Το Χαλα̈́πι να ’ν’ ατσ̑εί, η αγκώνα έν’ αδα̈́ (Το Χαλέπι είναι εδώ, ο πήχυς είναι εκεί˙ ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα· όταν ζητούμε από κάποιον να αποδείξει τους ισχυρισμούς του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αυτού, εκειά
β. Ως επίρρ., χρονικό επίρρ., τότε ό.π.τ.
2. Ως αντων., δεικτική αντωνυμία που δηλώνει μακρινή δείξη σε τόπο ή χρόνo ό.π.τ. : 'κεί τ' σαγάτσι (Εκείνη την ώρα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Εκού ντο τόπος (Εκείνος ο τόπος) Ουλαγ. -Κεσ. Εκεί το ιντσ̑άνο λάλτσα το (Εκείνου του ανθρώπου του μίλησα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εκεί το βραγύ εγιώ κειότον ινσάν' ογλούς (Εκείνο το βράδυ εδώ ήταν ένας άνθρωπος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ύστερα εgεί ντο φσ̑άχ' ξέβεν αbεgεί σο χωριό (Ύστερα εκείνο το παιδί έφυγε από εκείνο το χωριό) Φλογ. -Dawk. Συνών. εδεκείνος, εκειά, εκείνος, ντεχά