ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εϊλίκι (ουσ. ουδ.) εϊλίκι [eiˈlici] Φάρασ. εϊλίκ' [eiˈlik] Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ., Φλογ. ελίκ' [eˈlik] Μαλακ., Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. iyilik, όπου και διαλεκτ. τύπ. eyilik.
1. Καλοσύνη, καλό, ευεργεσία ό.π.τ. : Ναίκα, το α̈λιbήκα ποίκεν μας εϊλίκ· ας παρπάω τα ορνίθια και ας τα φάιχ’ (Γυναίκα, η αλεπού μας έκανε μιά ευεργεσία· θα της πάω τις κότες για να τις φάει) Φλογ. -Dawk. Ιτό ελίκ’ ποίκις του· να ποίκου τσ̑’ ένα ελίκ’ εσένα (Αυτήν την καλή πράξη την έκανες· να κάνω κι εγώ ένα καλό για σένα) Μισθ. -Dawk. Σο άρωπονα γιαραντι̂́σ̑’ εϊλίκ μι; (Θα ωφελήσει σε τίποτα να κάνεις καλό σε άνθρωπο;) Αραβαν. -Dawk. Συνών. καλολίκι, καλοσύνη
2. Ειρήνη Φάρασ.
3. Yγεία Φάρασ.