εϊλίκι
(ουσ. ουδ.)
εϊλίκι
[eiˈlici]
Φάρασ.
εϊλίκ'
[eiˈlik]
Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ., Φλογ.
ελίκ'
[eˈlik]
Μαλακ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. iyilik, όπου και διαλεκτ. τύπ. eyilik.
1. Καλοσύνη, καλό, ευεργεσία
ό.π.τ.
:
Ναίκα, το α̈λιbήκα ποίκεν μας εϊλίκ· ας παρπάω τα ορνίθια και ας τα φάιχ’
(Γυναίκα, η αλεπού μας έκανε μιά ευεργεσία· θα της πάω τις κότες για να τις φάει)
Φλογ.
-Dawk.
Ιτό ελίκ’ ποίκις του· να ποίκου τσ̑’ ένα ελίκ’ εσένα
(Αυτήν την καλή πράξη την έκανες· να κάνω κι εγώ ένα καλό για σένα)
Μισθ.
-Dawk.
Σο άρωπονα γιαραντι̂́σ̑’ εϊλίκ μι;
(Θα ωφελήσει σε τίποτα να κάνεις καλό σε άνθρωπο;)
Αραβαν.
-Dawk.
Συνών.
καλολίκι, καλοσύνη
2. Ειρήνη
Φάρασ.
3. Yγεία
Φάρασ.