ειλάω
(ρ.)
ειλάου
[iˈlau]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. εἴλω, όπου και τύπ. εἰλέω = α) στρίβω β) συμπιέζω γ) ωθώ, απωθώ. Λιγότερο πιθ. η σύναψη με τα ρ. γλα̈́ζω (Πόντ.) χλοιώ (Κύπρ.) = ολισθαίνω, τα οπ. από το αρχ. επίθ. γλοιός = ολισθηρός (βλ. ΙΛΝΕ, λ. γλοιάζω).
Πβ.
ξειλώ
Γλιστρώ, ολισθαίνω
:
Είλτσα μο τ' άσ̑ουρου 'ντάμα, ξείλτσα στ'ή
(Γλίστρισα μαζί με το άχυρο, γλίστρισα κάτω στην γη)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.